Δημήτρης Βλάχος, Η σιωπηλότατη ώρα του μεσημεριού, απόσπασμα από το Δημήτρης Βλάχος, Ένα χαστούκι από παπαρούνες/ μια ποιητική του κόκκινου, εκδ. Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης, Ξάνθη 2012, σσ. 141-144.
“Το καλοκαίρι είναι ως εποχή το μεσημέρι του έτους. Η ώριμη ηλικία είναι το μεσημέρι της ζωής. Στο φως του ήλιου του μεσημεριού μέσα στην καρδιά του ελληνικού καλοκαιριού αισθάνεται ο άνθρωπος ευτυχισμένος. Αυτή ακούγεται ως ειδωλολατρική – πανθεϊστική ετυμηγορία. Ο Νίτσε, αν και γεννημένος και μεγαλωμένος μακριά από τον ήλιο και τη θάλασσα του ελληνικού μεσημεριού, ωστόσο ήταν αρκετά ειδωλολάτρης και πολύ περισσότερο ευαίσθητος στοχαστής, ώστε ο ελληνικός μύθος και η εμπειρία του μεσογειακού ήλιου (επισκέφτηκε τη Γένοβα, τη Νίκαια της Γαλλίας και τη Μεσσήνη της Κάτω Ιταλίας)[1] να τον οδηγήσουν στη μεσογειακή σκέψη του μεσημεριού. Αντιγράφω από το Ανθρώπινο Πολύ Ανθρώπινο ΙΙ τον αφορισμό 308 με τίτλο «Το μεσημέρι»:
«Το μεσημέρι. Αν μέσα στη ζωή κάποιου, το πρωί υπήρξε δραστήριο και θυελλώδες, όταν έρχεται το μεσημέρι της ζωής, η ψυχή κυριεύεται από μια μοναδική επιθυμία για ανάπαυση που μπορεί να διαρκέσει μήνες και χρόνια. Η σιωπή γίνεται, γύρω από αυτό τον άνθρωπο, ο ήχος των φωνών που εξασθενεί λίγο – λίγο, ο ήλιος πέφτει κατακόρυφα πάνω στο κεφάλι του. Πάνω σ’ ένα λιβάδι, στη άκρη του δάσους, βλέπει να κοιμάται ο μεγάλος Παν . όλα τα πλάσματα της φύσης έχουν κοιμηθεί μαζί του, με μια έκφραση αιωνιότητας στο πρόσωπο – του φαίνεται, τουλάχιστον, ότι είναι έτσι. Δεν επιθυμεί τίποτα, δεν έχει καμία έγνοια, η καρδιά του σταματά, μόνο το μάτι του ζει, είναι ένας νεκρός με άγρυπνο μάτι. Ο άνθρωπος βλέπει εδώ, πολλά πράγματα που δεν έχει δει ποτέ και όλα αυτά που μπορεί να διακρίνει, έχουν τυλιχτεί σε ένα δίχτυ φωτός και ταυτόχρονα έχουν θαφτεί μέσα σ’ αυτό. Αισθάνεται ευτυχισμένος μ’ αυτό αλλά είναι μια ευτυχία βαριά, πολύ βαριά. – Τελικά , ο άνεμος υψώνεται μέσα στα δέντρα, το μεσημέρι έχει περάσει και η ζωή τον αρπάζει πάλι κοντά της, η ζωή με τα τυφλά μάτια, και πίσω της ορμητική η ακολουθία της: επιθυμίες, αυταπάτες, λήθη, απολαύσεις, εκμηδένιση, το εφήμερο. Και είναι έτσι που έρχεται το βράδυ, πιο θυελλώδες και πιο δραστήριο απ’ όσο ήταν ακόμη και το πρωί. – Για τους αληθινά δραστήριους ανθρώπους, αυτές οι παρατεινόμενες καταστάσεις γνώσης, φαίνονται σχεδόν τρομαχτικές και νοσηρές, αλλά καθόλου δυσάρεστες».
[Am Mittag. — Wem ein tätiger und stürmereicher Morgen des Lebens beschieden war, dessen Seele überfällt um den Mittag des Lebens eine seltsame Ruhesucht, die monden- und jahrelang dauern kann. Es wird still um ihn, die Stimmen klingen fern und ferner; die Sonne scheint steil auf ihn herab. Auf einer verborgenen Waldwiese sieht er den großen Pan schlafend; alle Dinge der Natur sind mit ihm eingeschlafen, einen Ausdruck von Ewigkeit im Gesichte — so dünkt es ihm. Er will nichts, er sorgt sich um nichts, sein Herz steht still, nur sein Auge lebt, — es ist ein Tod mit wachen Augen. Vieles sieht da der Mensch, was er nie sah, und soweit er sieht, ist alles in ein Lichtnetz eingesponnen und gleichsam darin begraben. Er fühlt sich glücklich dabei, aber es ist ein schweres, schweres Glück. — Da endlich erhebt sich der Wind in den Bäumen, Mittag ist vorbei, das Leben reisst ihn wieder an sich, das Leben mit blinden Augen, hinter dem sein Gefolge herstürmt: Wunsch, Trug, Vergessen, Genießen, Vernichten, Vergänglichkeit. Und so kommt der Abend herauf, stürmereicher und tatenvoller, als selbst der Morgen war. — Den eigentlich tätigen Menschen erscheinen die länger währenden Zustände des Erkennens fast unheimlich und krankhaft, aber nicht unangenehm.][2]
[1]Ronald Hayman, Friedrich Nietzsche / η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυίας, εκδ. Νεφέλη – Βιογραφίες, Αθήνα 2005.
[2] Friedrich Nietzsche, Menschliches, Allzumenschliches, KSA, dtv, de Gruyter, 1999, τόμος 2, σελ. 690.