«Πούρα» με άρωμα ζωής, μια δοκιμή αντιστικτικής ανάγνωσης της συλλογής διηγημάτων του Βασίλη Τσιαμπούση, Πούρα γεμιστά, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2017
Η τελευταία συλλογή των διηγημάτων του Βασίλη Τσιαμπούση τιτλοφορείται Πούρα γεμιστά, τίτλος ενός από τα διηγήματα του βιβλίου που, κι αν ακόμη επιλέχτηκε τυχαία, δίνει το στίγμα της αφηγηματικής τέχνης αλλά και της θεωρίας του συγγραφέα. Στην προσπάθειά μου να βρω ένα πρώτο κλειδί για την κατανόηση της συλλογής ως ενότητας νοήματος που ως κοινός παρονομαστής καθιστά τα κλάσματα των επιμέρους διηγημάτων ομώνυμα, ο λακωνικός αυτός τίτλος και το ομώνυμο διήγημα στάθηκαν οδηγός. Το διήγημα αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την απάντηση του συγγραφέα στο κύριο ερώτημα που αφορά στο έργο του συνολικά ως λογοτέχνη και αυτό το ερώτημα θα μπορούσαμε να το διατυπώσουμε ως εξής: Ποια είναι η δουλειά του λογοτέχνη και σε τι διαφέρει από τη δουλειά του ιστορικού και του φιλοσόφου;
Πρόκειται για ένα ερώτημα το οποίο απασχόλησε όλους τους συνειδητούς λογοτέχνες[1] και η φιλοσοφική του πρωταρχή βρίσκεται στο 10ο βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας[2] και στο 9ο κεφάλαιο της Ποιητικής του Αριστοτέλη[3]. Και αυτό το ερώτημα αφορά στη σχέση της λογοτεχνίας/ποίησης με την ιστορία και τη φιλοσοφία, τη διαφορά εντέλει του αληθοφανούς από το αληθές[4]. Ο Βασίλης Τσιαμπούσης επιλέγει το στρατόπεδο του λογοτέχνη κι όχι του ιστορικού, και ομολογεί ότι δουλειά του είναι να συναρπάζει τους αναγνώστες του με την αφήγησή του[5]. Δεν είναι δική του δουλειά η ιστορική ακρίβεια και η τεκμηρίωση γεγονότων, χωρίς βέβαια να αποκλείει ως δυνατότητα τη σύμπτωση του αληθοφανούς της λογοτεχνίας με την ιστορική αλήθεια. Η δουλειά του Τσιαμπούση ως διηγηματογράφου μοιάζει με τη δουλειά του Δραμινού Χασάν Οναράν, του ειδικού στην κατεργασία των καπνών στα «Πούρα γεμιστά». Όπως ο μουσουλμάνος συντοπίτης του μπορούσε ν’ αναμειγνύει διάφορες ποικιλίες καπνών και να παρασκευάζει εξαιρετικά χαρμάνια, έτσι κι ο Βασίλης Τσιαμπούσης με τα διηγήματά του μας προσφέρει ένα αρωματικό λογοτεχνικό χαρμάνι, αναμειγνύοντας ιστορικά στοιχεία, προσωπικά βιώματα, αληθινά γεγονότα και αληθοφανή περιστατικά της ελληνικής επαρχίας.
Ο στόχος του λογοτέχνη Τσιαμπούση είναι πρωτίστως η τέρψη και η συγκίνηση του αναγνώστη. Και από αυτή την άποψη θα μπορούσε να είχε πει αυτό που έγραψε ένας άλλος μεγάλος δεξιοτέχνης της μικρής φόρμας, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες στον εξαιρετικό πρόλογο στην «Αναφορά του Μπρόουντι» – μανιφέστο συγχρόνως της γραφής του μεγάλου Αργεντινού: «Οι ιστορίες μου, όπως αυτές των Χιλίων και μιας νυχτών, επιδιώκουν να διασκεδάσουν και να συγκινήσουν, κι όχι να πείσουν»[6]. Βέβαια δια της συγκινήσεως ανοίγονται δυνατότητες κατανόησης και αποκάλυψης προσωπικού νοήματος για τον αναγνώστη που δεν τις υποψιάζεται καν ο συγγραφέας. Και αυτό το ξέρουν καλά και ο Μπόρχες και ο Τσιαμπούσης. Αυτό όμως είναι άλλο μεγάλο ζήτημα που ξεπερνάει τους στόχους της παρούσας αναγνωστικής δοκιμής κι έχει να κάνει με τη «μαγεία» του λόγου. Και όπως ο Χασάν Οναράν ήξερε να φτιάχνει πούρα γεμιστά με τρίμματα χασισόφυλλων από τα βουνά της Δράμας για ιδιαίτερους πελάτες και εξαιρετικές συνθήκες, όπως ο Τσόρτσιλ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι και ο Βασίλης Τσιαμπούσης ξέρει να κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του σύγχρονου αναγνώστη σ’ αυτούς τους αδιάφορους και μικρόψυχους καιρούς (που, εδώ που τα λέμε, ίσως πάντα μικρόψυχοι να ήταν), χάρη στη γοητεία της αφηγηματικής του τέχνης.
Στη συλλογή αυτή Πούρα γεμιστά μας προσφέρονται 25 διηγήματα –το καθένα με ξεχωριστό άρωμα και χαρμάνι– και με ευρηματικούς για την εικονοπλασία και την εύστοχη λακωνικότητά τους τίτλους. Τους αναφέρω εδώ και για τη ρυθμικότητά τους: Το ειδικό βάρος του χρυσού, Ντεπόν αναβράζον, Πούρα γεμιστά, Πρωινό στον σταθμό, Τα Νεραϊδέλια, Οι γάτες της Καλλιόπαινας, Χαιρετισμούς στους φίλους, Το πέναλτι, Τελευταίος ασπασμός, Πέντε πόντους περισσότερο, Αναμνήσεις Δεκαπενταύγουστου, Μητέρα μουσική, Ο καθείς με το ταλέντο του, Η Σκούνα, Volkswagen Polo, Η αρκούδα, Λιγότερο κι απ’ το τίποτε, Βαβέλ, Τα “λουκούμια”, Το αυθαίρετο, Φακές με λάδι, Μια αγκαλιά κόκκινα τριαντάφυλλα, Η ουρά του κουναβιού, Χαλίκια εκ του έρματος, Οσία Μαρία η Αιγύπτια.
Αν μετά την ανάγνωση της συλλογής επιστρέψουμε στα περιεχόμενα και ξαναδιαβάσουμε τους τίτλους, μας δημιουργείται η αίσθηση ότι ξυπνήσαμε από ένα όνειρο –και η ανάγνωση ένα τέτοιο όνειρο είναι– και αποσπάσαμε από αυτό κάποια θραύσματα-θυμητάρια ενός ταξιδιού στη μετά το 1939 ελληνική ιστορία («Λιγότερο απ’ το τίποτε») και στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων της βορειοελλαδικής επαρχίας με τις μικρότητες αλλά και τις στιγμές ανθρωπιάς τους. Η ειλικρίνεια της ρεαλιστικής γραφής του Τσιαμπούση, η διακριτική του ειρωνεία και το χιούμορ συμβάλλουν τα μέγιστα στην αβίαστη ανάγνωση των διηγημάτων της συλλογής.
Σε μια εποχή που ευπώλητα είναι τα μυθιστορήματα πώς δικαιολογείται η έκδοση αυτών των διηγημάτων; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δοθεί με αποκλειστικά οικονομικούς όρους[7]. Πόσο μάλλον στην Ελλάδα όπου οι περισσότεροι συγγραφείς, ακόμη και οι μυθιστοριογράφοι, δεν ζουν αποκλειστικά και μόνο από το λογοτεχνικό τους έργο. Η απάντηση στο ερώτημα μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί στην ανάγκη έκφρασης του συγγραφέα του ίδιου παρά στους οικονομικούς συμβούλους του εκδότη. Ο συγγραφέας που η προτίμησή του για τη μικρή φόρμα αποτελεί υπαρξιακή αναγκαιότητα δεν μπορεί να μην γράψει διηγήματα. Κι εδώ πάλι θα μνημονεύσω την απάντηση του Μπόρχες στο ίδιο ερώτημα: «Τι κοπιώδης και εκφυλιστική που ’ναι κι αυτή η μανία να συνθέτουν τεράστια βιβλία και ν’ αναπτύσσουν σε πεντακόσιες σελίδες μια ιδέα που η τέλεια προφορική έκθεσή της δε θα ’παιρνε παραπάνω από λίγα λεπτά! Δεν είναι καλύτερα να φαντάζεσαι πως αυτά τα βιβλία υπάρχουν ήδη, και να προσφέρεις μια περίληψή τους, ένα σχόλιο;»[8] Κι όταν κάποτε ρώτησαν τον μεγάλο Αργεντινό (σε έρευνα του περιοδικού Sur, 1959), ο οποίος ας σημειωθεί ότι δεν έγραψε ούτε ένα μυθιστόρημα, αν έπρεπε να απαγορευτεί η κυκλοφορία της Λολίτας του Ναμπόκωφ, απάντησε: «Δεν το έχω διαβάσει, γιατί οι διαστάσεις του μυθιστορηματικού είδους δεν ταιριάζουν ούτε με τη σκοτεινιά των ματιών μου ούτε με τη συντομία της ζωής»[9].
Καθένας μας διαβάζει με τον δικό του τρόπο. Κι εγώ, διαβάζοντας τα διηγήματα του Βασίλη Τσιαμπούση, κατάλαβα αυτό που είπε ο Μπόρχες και εξηγούμαι: Έχω την αίσθηση, δηλαδή, ότι ο Βασίλης Τσιαμπούσης έγραψε ένα μυθιστόρημα με τον ειρωνικό και αινιγματικό τίτλο Πούρα γεμιστά. Φαντάζομαι πως κάπου υπάρχει αυτό το μυθιστόρημα, κάποτε το διάβασα. Έτσι νιώθω. Μπορεί να το διάβασα και στο όνειρό μου, δεν ξέρω, αλλά έχω την αίσθηση μιας αρχικής ιδεατής μυθιστορηματικής ολότητας. Αυτή την επίγευση μου άφησε η ολοκλήρωση της ανάγνωσης της συλλογής διηγημάτων. Σαν βγήκα λοιπόν από το αναγνωστικό όνειρο, βρέθηκαν στα χέρια μου οι σημειώσεις αυτού του «δυνάμει» (με την αριστοτελική σημασία) μυθιστορήματος, οι πιο δυνατές του στιγμές, οι πιο αξιομνημόνευτες εικόνες, οι χειρονομίες και τα λόγια των χαρακτήρων του.
Τα διηγήματα του Βασίλη Τσιαμπούση φαντάζουν στα μάτια μου θραύσματα αυτής της ιδεατής μυθιστορηματικής ολότητας. Θραύσματα κι’ αυτά σαν την αποσπασματική βίωση της ύπαρξής μας. Αποσπασματικότητα που παραπέμπει στη δίψα για την ενότητα ενός νοήματος που να συνέχει και να νοηματοδοτεί τα επιμέρους κομμάτια. Τα κομμάτια μας, εντέλει. Αλήθεια, τι θυμόμαστε από τη ζωή μας; Κάποιες εικόνες, κάποια περιστατικά, χειρονομίες και λόγια προσώπων. Είμαστε οι ιστορίες που συνεχώς γράφουμε και αναθεωρούμε οι ίδιοι, καθώς τις αφηγούμαστε. Μοιάζουμε, λοιπόν, με τους συγγραφείς, μόνο που εμείς αφηγούμαστε τη δική μας ζωή. Αυτές τις προσωπικές ιστορίες που συνθέτουμε συμπληρώνοντας τα κενά της μνήμης μας, γεφυρώνοντας τα χρονικά χάσματα, ξεχνώντας γεγονότα που μας πλήγωσαν, γεμίζοντας τα ρήγματα στους τοίχους των βιωμάτων μας με επιχρίσματα από επιθυμίες και όνειρα. Και όπως η μουσική είναι φτιαγμένη από ήχους και σιωπή, όπως έλεγε κι ο Σεφέρης δίνοντας το στίγμα της ποίησής του, έτσι και από το αρχικό ιδεατό (ή δυνάμει) μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιαμπούση, όπως εγώ το φαντάζομαι, τα διηγήματά του αποτελούν τους ήχους που έφτασαν σε μας. Τη σιωπή που τα συνδέει μεταξύ τους σε μια ολότητα νοήματος τη νιώθουμε μετά την ανάγνωση. Αυτό που απομένει είναι να στοχαστούμε αυτή τη σιωπή για να αποκαταστήσουμε την αρχική ολότητα, αποκομίζοντας από αυτήν στο τέλος το δικό μας προσωπικό νόημα. Άλλωστε, η ανάγνωση είναι προσωπική υπόθεση και ο αναγνώστης αποτελεί τον άλλο πόλο για την ενεργοποίηση της συν-γραφής.
Διαβάζοντας τα διηγήματα του Τσιαμπούση, εκτός από τον Μπόρχες θυμήθηκα τον Δον Κιχότη του Θερβάντες και τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη. Κι αυτό γιατί ο ρεαλισμός και η ηθική πράξη κυριαρχούν σε αυτά τα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους έργα. Πράγματι, δεν υπάρχει καμία ωραιοποίηση στα διηγήματα του Τσιαμπούση. Δεν συμβαίνει κανένα υπερφυσικό θαύμα, κι ωστόσο ο λόγος του συγγραφέα είναι παρηγορητικός. Ο συγγραφέας δεν κρίνει, απλά είναι μάρτυρας όσων συμβαίνουν. Ακόμη και το παράλογο ανήκει στην πραγματική ζωή, απλώς εμείς δεν έχουμε όλες τις πληροφορίες για να το κατανοήσουμε. Είναι ανθρώπινο και συμβαίνει. Έτσι απλά. Όπως για παράδειγμα στο «Αυθαίρετο» ένας πατέρας θέλει να νομιμοποιήσει την κατασκευή ενός υπόστεγου πάνω από το μνήμα του γιού του –ενός νεαρού μπλεγμένου με τα ναρκωτικά που σκοτώθηκε σε τροχαίο– για να μπορεί να περνάει τα βράδια του εκεί «κάνοντας παρέα στον μικρό». Ο έρωτας και ο θάνατος, επίσης, δεν εξιδανικεύονται ούτε δαιμονοποιούνται στα διηγήματα του Τσιαμπούση. Όλα τα ανθρώπινα στην πραγματική ζωή ανήκουν και συνυφαίνονται μεταξύ τους με σχέσεις φανερές και αφανείς.
«Το καθαρό μόνο μέσα στο μη καθαρό απεικονίζεται, και αν προσπαθήσεις να δώσεις το ευγενές χωρίς το ταπεινό τότε αυτό θα είναι το πιο αφύσικο πράγμα», έγραφε ο Χέλντερλιν (Hölderlin) σε επιστολή του (1798) στον Νόιφερ (Neuferr). Και ο Ελύτης ενοφθαλμίζοντας αυτούσιους τους στίχους του Γερμανού ποιητή στη Μαρία Νεφέλη («Λόγος περί κάλλους») γράφει «Είμαστε το αρνητικό του ονείρου / γι’ αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι / και ζούμε τη φθορά / πάνω σε μια ελάχιστη πραγματικότητα. Όμως / das reine Κυρίες και Κύριοι / kann sich nur darstellen im Unreinen / und versuchst Du das Edle zu geben / ohne Gemeines / so wird es als das Allerunnatürlichste». Στα διηγήματα του Τσιαμπούση το ευγενές και το χυδαίο, το άσπρο και το μαύρο συνυφαίνονται. Όπως στην πραγματική ζωή, έτσι και στο υφαντό της λογοτεχνικής γραφής του υπάρχουν όλα, η σκληρότητα και η τρυφερότητα, η ανθρωπιά και η αναλγησία, η γενναιοδωρία και ο υπολογισμός, η ομορφιά και η ασχήμια. Ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα όλα. Ο Τσιαμπούσης δεν κρίνει τα πρόσωπα και τις συμπεριφορές τους, απλώς τα παρατηρεί. Μάρτυρας όχι δικαστής. Για να αναδειχτεί το εύρος του φάσματος της παρατήρησης των ανθρώπινων πραγμάτων στα διηγήματα του Βασίλη Τσιαμπούση, θα μπορούσε να συνταχθεί ένας κατάλογος θεμάτων που πραγματεύεται ο συγγραφέας σε αυτή τη συλλογή με λήμματα όπως: ο άνθρωπος, τα πράγματα, η ιστορία, η μνήμη, ο χρόνος, ο θάνατος, ο έρωτας, ο ξένος, η ελπίδα, η πίστη, η μετάνοια.
Έτσι, για παράδειγμα, θα μπορούσα να αρχίσω αυτόν τον θεματικό κατάλογο με τη λέξη «ανθρωπιά» κάπως έτσι:
Ανθρωπιά: Η ανθρωπιά στα διηγήματα του Τσιαμπούση εκδηλώνεται στις ταπεινές περιστάσεις της καθημερινότητας ως ηθική πράξη κι όχι ως σκέψη που δεν γίνεται ποτέ πράξη. Δεν προκύπτει ύστερα από υπολογισμό, αλλά είναι αυθόρμητη έξη. Η ανθρωπιά στα Πούρα γεμιστά δεν εκδηλώνεται μέσα από μεγάλες και εξαιρετικές πράξεις ηρωισμού, αλλά ως μια ειλικρινής παρηγορητική χειρονομία σε ανθρώπους που την έχουν ανάγκη. Η ανθρωπιά είναι πράξη κι όχι φιλοσοφική θεωρία. Από αυτή την άποψη ο Τσιαμπούσης ακολουθεί την ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη των Ηθικών Νικομαχείων, φιλοσοφία που είναι στην ουσία της έλλογη πράξη κι όχι λόγια χωρίς πράξη. Γράφει, λοιπόν, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος (Ηθικά Νικομάχεια Β΄, 4 [1105b])[10]: «Σωστά λοιπόν λέμε ότι ο άνθρωπος γίνεται δίκαιος από τις επανειλημμένες πράξεις δικαιοσύνης, ή ότι ο άνθρωπος γίνεται σώφρων από τις επανειλημμένες πράξεις σωφροσύνης. ο άνθρωπος που δεν κάνει επανειλημμένα τις πράξεις αυτές, δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσει αυτές τις αρετές. Οι περισσότεροι, πάντως, άνθρωποι, αντί να ενεργούν έτσι, βρίσκουν καταφύγιο στις θεωρίες και φαντάζονται ότι φιλοσοφούν, και ότι έτσι θα γίνουν ενάρετοι».
Στο διήγημά του Βασίλη Τσιαμπούση «Πρωινό στον σταθμό» ο αφηγητής επιβάτης του τρένου έχει ξεχωρίσει στον σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας τη μορφή μιας νεαρής μαζί με τον πατέρα της. Η στάση του σώματός της, η έκφραση του προσώπου και οι χειρονομίες της δείχνουν θυμό, παραίτηση, θλίψη, απελπισία. Μετά την επιβίβαση ο αφηγητής τους βλέπει στο διπλανό βαγόνι καθισμένους δίπλα δίπλα, το κορίτσι με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι ακουμπισμένο στον ώμο του άντρα, κι εκείνον με τα μαλλιά ανακατωμένα, το πρόσωπο ιδρωμένο και το βλέμμα να κοιτάζει στο κενό. Ο αφηγητής – παρατηρητής δεν μένει αμέτοχος και αδιάφορος αλλά «ακούει» τον βουβό πόνο και την αγωνία αυτών των άγνωστων ανθρώπων που ξεχωρίζουν για τη θλίψη τους ανάμεσα στον αδιάφορο και θορυβώδη εσμό των άλλων επιβατών. Δεν φιλοσοφεί, δεν σκέφτεται, δεν νιώθει οίκτο, ούτε εκδηλώνει περιέργεια για τον λόγο της θλίψης των δυο αυτών ανθρώπων που βασανίζονται από κάποιο τυραννικό πρόβλημα. Σηκώνεται, πηγαίνει πρώτα στην τουαλέτα για να πλύνει το πρόσωπό του και στη συνέχεια στο κυλικείο και παραγγέλνει τρία ποτήρια τσάι, τα προσφέρει στον άγνωστο άντρα χωρίς πολλά λόγια, μόνο με μια ευχή, και με τη μέγιστη διακριτικότητα και μετά αποσύρεται… Αντιγράφω τις δυο τελευταίες παραγράφους του διηγήματος (σσ. 37-38):
«Ξαναγυρίζω στο διπλανό βαγόνι, το ζευγάρι είναι στην ίδια στάση όπως προηγουμένως. Πλησιάζω και προσφέρω στον άντρα τα δυο χάρτινα ποτήρια. Με κοιτάζει με απορία που κρατά κάποια δευτερόλεπτα. Έπειτα με τρεμάμενα χέρια τα παίρνει χωρίς να έχει δύναμη να ψελλίσει οτιδήποτε. αισθάνομαι πως κάτι θα έπρεπε εγώ να πω, κάτι που θα μπορούσα να το είχα προετοιμάσει όσο ψώνιζα στο κυλικείο, αλλά δεν το έκανα. «Η Παναγιά μαζί σας», μουρμουρίζω στο τέλος. Παίρνει βαθιά αναπνοή και μουρμουρίζει «Ευχαριστούμε», τι άλλο θα μπορούσε να μου πει…
Συνεχίζω να προχωρώ για να βρεθώ πάλι στη δική μου θέση, στο δικό μου παράθυρο, στη δική μου μέρα. Στο μεταξύ ο ήλιος έχει ανατείλει, κι ο κάμπος, σαν μουσκεμένο πανωφόρι, ρουφά σιωπηλός τις αρρωστιάρικες ακτίνες του…»
Και στο «Ντεπόν αναβράζον» πάλι εκδηλώνεται η ανθρωπιά ως πράξη κι όχι ως υπολογισμός. Η φαρμακοποιός στα Γιάννινα βγάζει από το ταμείο ένα κατοστάρικο και το δίνει στον Μπαζίμ, στον μουσουλμάνο ξένο μετανάστη που καθαρίζει παρμπρίζ αυτοκινήτων. Το δίνει ως συχώριο για έναν φίλο. Και ποιος είναι ο «φίλος» της; Ο κυρ – Κώστας, ένας συνταξιούχος σιδηροδρομικός που περνούσε από το φαρμακείο της για αδιάφορες συζητήσεις με έναν φίλο του. Ο κυρ – Κώστας που την αγγάρευε για να μεταφέρουν με το αυτοκίνητό της αποφάγια για τα αδέσποτα σκυλιά του Πανεπιστημίου. Ο κυρ – Κώστας που του δάνειζε για να παίζει στο προποτζίδικο, για να του δανείσει στο τέλος εκατό ευρώ όταν μπήκε στο νοσοκομείο και να μην τα πάρει ποτέ. Το κατοστάρικο που δίνει η φαρμακοποιός αυθόρμητα σε έναν φτωχό και περιφρονημένο βιοπαλαιστή, σ’ έναν μουσουλμάνο ξένο, που με την οικονομική κρίση έπεσαν οι εισπράξεις του, αυτό, ναι, είναι πράξη. Ένα κατοστάρικο ως συχώριο για την ψυχή του κυρ – Κώστα, αυτή είναι πράξη – συχώριο κι όχι σκέψη. Είναι πράξη ανθρωπιάς που φανερώνεται στα μικρά και ταπεινά περιστατικά του βίου μας. Ο Τσιαμπούσης μας δείχνει ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε την ανθρωπιά να εκδηλωθεί μόνο στα μεγάλα και τα σπουδαία, αν και όποτε έρθουν αυτά, αλλά αυθόρμητα σε κάθε περίσταση του καθημερινού μας βίου, όσο ταπεινή και χυδαία κι αν είναι αυτή. Γιατί η αρετή-ανθρωπιά είναι ενέργεια, μας θυμίζει ο Αριστοτέλης, που εκδηλώνεται παντού, και στα ταπεινά και στα υψηλά, κι όχι επιλεκτικά μόνον σε κάποια που θεωρούνται σπουδαία. Η ανθρωπιά ως αρετή βρίσκεται περισσότερο στην έξη παρά στην προπαρασκευή και στον υπολογισμό, παρατηρεί ο πραγματιστής φιλόσοφος με τη μέγιστη ακρίβεια και λιτότητα: «Στα πράγματα που είναι δυνατό να προβλεφθούν, μπορεί κανείς να κάνει την επιλογή και την προτίμησή του με τη βοήθεια υπολογισμών και σκέψης, τα ξαφνικά όμως πράγματα αντιμετωπίζονται κατά την έξη» [Ηθικά Νικομάχεια, Γ΄, 1117a][11] . Η ανθρωπιά, έτσι όπως αυτή εκδηλώνεται στα διηγήματα του Τσιαμπούση, είναι αριστοτελική αρετή. Και ο αφηγητής επιβάτης στο τρένο και η φαρμακοποιός στα Γιάννινα ενεργούν αυθόρμητα και κατά την έξη σ’ αυτό που τους συνέβη ξαφνικά (τα ξαφνικά πράγματα αντιμετωπίζονται κατά την έξη: «τὰ δ᾽ ἐξαίφνης κατὰ τὴν ἕξιν»). Ενεργούν σημαίνει αποφασίζουν και πράττουν. Γιατί η ανθρωπιά είναι πράξη που εκδηλώνεται σταθερά και αδιάλειπτα στις ποικίλες περιστάσεις του βίου μας.
Τα «Πούρα γεμιστά» του Βασίλη Τσιαμπούση είναι αφηγήματα με άρωμα ζωής. Αναπνέουν στον καθαρό αέρα της βορειοελλαδικής επαρχίας και μας μεταφέρουν τη φωνή, τις μνήμες και τα λόγια και των ανθρώπων της. Που δεν είναι μόνο δικά τους λόγια, αλλά και δικά μας και λόγια των παλαιότερων και αυτών που θα ΄ρθουν μετά από μας. Όπως στο διήγημα «Τα νεραϊδέλια», το ξύλινο γεφυράκι των παιδικών χρόνων όπου οι νεράιδες χαριεντίζονταν τριγύρω του, μαζί με τα μπάζα του παρεκκλησιού της Αγίας Τριάδας βρίσκονται κάτω από τα πόδια μας και ας μην τα βλέπουμε. Είναι όμως εκεί. Και το παρελθόν ομοίως περιέχεται μέσα στο παρόν, όπως οι εικόνες του παλαιού εκείνου κατεδαφισμένου παρεκκλησιού περιέχονται μέσα στα προσκυνητάρια του νέου χρυσοποίκιλτου ναού της Αγίας Μακρίνας, σκέφτεται ο αφηγητής. Γιατί, όπως μας έδειξε κι ο Έλιοτ στα Τέσσερα κουαρτέτα («Burnt Norton»): «Ό,τι θα μπορούσε να ήταν κι ό,τι υπήρξε / δείχνουν προς ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν. Βήματα ακούγονται μέσα στη μνήμη / από ένα πέρασμα που δεν το πήραμε / προς τη θύρα που δεν την ανοίξαμε ποτέ / και βγάζει στον ροδώνα. Έτσι τα λόγια μου / αντηχούν μέσα στον νου σου»[12].
Ξάνθη, 22 Μαρτίου 2018
Δημήτρης Βλάχος
[1] Ακόμη και ο Θερβάντες, ο πατέρας του νεότερου ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, αισθάνεται την ανάγκη να πραγματευτεί στο 3ο Κεφάλαιο του 2ου Μέρος του Δον Κιχότη του, τόσο πρώιμα, στα 1615, τη σχέση ιστορίας και ποίησης/λογοτεχνίας με τον δικό του μοναδικό ειρωνικό και διασκεδαστικό τρόπο. Όταν ο Δον Κιχότης διατυπώνει την άποψη ότι θα ήταν πιο καθώς πρέπει να είχαν αποσιωπηθεί από την έκδοση του πρώτου μέρους της ιστορίας του οι μπαστουνιές που είχε φάει γιατί τον εξευτέλιζαν ως ιππότη, αφού τέτοιες λεπτομέρειες δεν άλλαζαν ούτε αλλοίωναν την αλήθεια της ιστορίας –άλλωστε ούτε ο Αινείας ήταν τόσο ευσεβής όσο τον παρουσιάζει ο Βιργίλιος ούτε ο Οδυσσέας τόσο συνετός όσο μας το ζωγραφίζει ο Όμηρος– τότε ο σπουδαστής Σαμψών Καράσκο απαντά με τρόπο που παραπέμπει στην Ποιητική του Αριστοτέλη: «Είναι εντελώς άλλο πράγμα όμως να γράφεις ως ιστορικός, απ’ το να γράφεις ως ποιητής. Ο ποιητής μπορεί να διηγείται ή να τραγουδάει τα πράγματα όχι όπως είναι, αλλά όπως θα ’πρεπε να είναι, ενώ ο ιστορικός οφείλει να τα γράφει όχι όπως θα ’πρεπε να είναι, αλλά όπως είναι, δίχως να προσθέτει ή να αφαιρεί κάτι απ’ την αλήθεια», Μιγκέλ Ντε Θερβάντες, Δον Κιχότης, μτφ. Δημήτρης Ρήσος, 2ος τόμος, εκδ. γράμματα, 1997, σελ. 45.
[2] Ο Πλάτων αποφαίνεται κατηγορηματικά για την παλαιά διαμάχη ποίησης και φιλοσοφίας -«παλαιὰ μέν τις διαφορὰ φιλοσοφίᾳ τε καὶ ποιητικῇ», Πολιτεία 607b- ταυτίζοντας την πρώτη με το μη αληθές – αληθοφανές και τη δεύτερη με το αληθές. Έτσι εξορίζει τους μιμητικούς ποιητές (τον Όμηρο και τους τραγικούς πρωτίστως) από την Πολιτεία του γιατί με το έργο τους, που απέχει πολύ από την αλήθεια και εξάπτει τα πάθη των πολιτών, διαφθείρουν το ευγενικό (λογικό) μέρος της ψυχής της πόλεως (Πολιτεία, 10ο βιβλίο, 605). Το επιχείρημα του Πλάτωνα για την καταδίκη της ποίησης είναι το εξής: ο μιμητικός ποιητής εγκαθιδρύει κακό πολίτευμα στην ψυχή του κάθε πολίτη, κάνοντας το χατίρι του ανόητου μέρους της (μη λογικό, πάθη), και κατασκευάζει είδωλα ειδώλων, μένοντας πάρα πολύ μακριά από την αλήθεια (καὶ τὸν μιμητικὸν ποιητὴν φήσομεν κακὴν πολιτείαν ἰδίᾳ ἑκάστου τῇ ψυχῇ ἐμποιεῖν, τῷ ἀνοήτῳ αὐτῆς χαριζόμενον […] εἴδωλα εἰδωλοποιοῦντα, τοῦ δὲ ἀληθοῦς πόρρω πάνυ ἀφεστῶτα), Πολιτεία 605c.
[3] Ο πραγματιστής Αριστοτέλης πάλι διαπιστώνει τη διαφορά ποίησης και ιστορίας στο περίφημο 9ο κεφάλαιο της Ποιητικής του (1451b). Παρατηρεί σχετικά: «Έργο του ποιητή δεν είναι να μιλάει για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά γι’ αυτά που θα ήταν αναμενόμενο να συμβούν, γι’ αυτά δηλαδή που θα ήταν δυνατό να συμβούν σύμφωνα με ό,τι είναι λογικά πιθανό και σύμφωνα με ό,τι επιβάλλεται στον άνθρωπο κατ’ ανάγκην. Γιατί ο ιστορικός και ο ποιητής δεν διαφέρουν μεταξύ τους κατά το ότι ο ένας μιλάει έμμετρα και ο άλλος δίχως μέτρο […]. η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι ο ένας (ο ιστορικός) μιλάει για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, ενώ ο άλλος (ο ποιητής) για όσα θα ήταν αναμενόμενο να συμβούν. Αυτός είναι και ο λόγος που η ποίηση έχει μέσα της σε μεγαλύτερο βαθμό φιλοσοφικά χαρακτηριστικά, και είναι πιο σημαντική από την ιστορία. πώς αλλιώς, αφού η ποίηση μιλάει πιο πολύ για τα «καθόλου», ενώ η ιστορία για τα ατομικά και τα επιμέρους;» [φανερὸν δὲ ἐκ τῶν εἰρημένων καὶ ὅτι οὐ τὸ τὰ γενόμενα λέγειν, τοῦτο ποιητοῦ ἔργον ἐστίν, ἀλλ᾽ οἷα ἂν γένοιτο καὶ τὰ δυνατὰ κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον. ὁ γὰρ ἱστορικὸς καὶ ὁ ποιητὴς οὐ τῷ ἢ ἔμμετρα λέγειν ἢ ἄμετρα διαφέρουσιν […]. ἀλλὰ τούτῳ διαφέρει, τῷ τὸν μὲν τὰ γενόμενα λέγειν, τὸν δὲ οἷα ἂν γένοιτο. διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ᾽ ἱστορία τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει], Αριστοτέλης, Ποιητική, εισαγωγή-κείμενο-μετάφραση-σχόλια, Δημήτριος Λυπουρλής, εκδ. Ζήτρος σσ. 124-127.
[4] «Πραγματικά, προϋποθέτει την ίδια διανοητική ικανότητα το να διακρίνει κανείς τόσο το αληθινό όσο και το αληθοφανές», παρατηρεί και ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του (1355a) [τό τε γὰρ ἀληθὲς καὶ τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ τῆς αὐτῆς ἐστι δυνάμεως ἰδεῖν].
[5] Βασίλης Τσιαμπούσης, Πούρα γεμιστά / διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2017, σελ. 31.
[6] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Η αναφορά του Μπρόουντι» στο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα τα Πεζά [ΙΙ], εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πατάκη 2013, σσ. 15-16.
[7] Ο Βασίλης Τσιαμπούσης σε συνέντευξή του στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη, «Διάστιχο» 27/02/2018, προσβάσιμο στο http://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/9240-vasilis-tsiampousis[28/2/2018 6:17:59 μμ], δίνει τη δική του απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, εστιάζοντας στην οικονομική διάσταση του εγχειρήματος από την πλευρά όμως του εκδότη και του ρίσκου που αυτός αναλαμβάνει με την έκδοση διηγημάτων.
[8] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα τα Πεζά [Ι], εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πατάκη 2013, σσ. 129-130.
[9] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα τα Πεζά [Ι], εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πατάκη 2013, σημείωση 55, σελ. 55.
[10] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Δημήτριος Λυπουρλής, τόμος Α΄, εκδ. Ζήτρος, 2006, σελ. 259.
[11] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Δημήτριος Λυπουρλής, τόμος Α΄, εκδ. Ζήτρος, 2006, σελ. 458.
[12] Θ.Σ. Έλιοτ, Τέσσερα κουαρτέτα, απόδοση-εισαγωγικά δοκίμια και σχόλια Αντώνης Δεκαβάλλες, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1992, σελ. 113.