Μια δοκιμή αντιστικτικής ανάγνωσης της συλλογής διηγημάτων του Βασίλη Τσιαμπούση, Πούρα γεμιστά, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2017
“Η τελευταία συλλογή των διηγημάτων του Βασίλη Τσιαμπούση τιτλοφορείται Πούρα γεμιστά, τίτλος ενός από τα διηγήματα του βιβλίου που, κι αν ακόμη επιλέχτηκε τυχαία, δίνει το στίγμα της αφηγηματικής τέχνης αλλά και της θεωρίας του συγγραφέα. Στην προσπάθειά μου να βρω ένα πρώτο κλειδί για την κατανόηση της συλλογής ως ενότητας νοήματος που ως κοινός παρονομαστής καθιστά τα κλάσματα των επιμέρους διηγημάτων ομώνυμα, ο λακωνικός αυτός τίτλος και το ομώνυμο διήγημα στάθηκαν οδηγός. Το διήγημα αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την απάντηση του συγγραφέα στο κύριο ερώτημα που αφορά στο έργο του συνολικά ως λογοτέχνη και αυτό το ερώτημα θα μπορούσαμε να το διατυπώσουμε ως εξής: Ποια είναι η δουλειά του λογοτέχνη και σε τι διαφέρει από τη δουλειά του ιστορικού και του φιλοσόφου;
Πρόκειται για ένα ερώτημα το οποίο απασχόλησε όλους τους συνειδητούς λογοτέχνες και η φιλοσοφική του πρωταρχή βρίσκεται στο 10ο βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας και στο 9ο κεφάλαιο της Ποιητικής του Αριστοτέλη. Και αυτό το ερώτημα αφορά στη σχέση της λογοτεχνίας/ποίησης με την ιστορία και τη φιλοσοφία, τη διαφορά εντέλει του αληθοφανούς από το αληθές. Ο Βασίλης Τσιαμπούσης επιλέγει το στρατόπεδο του λογοτέχνη κι όχι του ιστορικού, και ομολογεί ότι δουλειά του είναι να συναρπάζει τους αναγνώστες του με την αφήγησή του. Δεν είναι δική του δουλειά η ιστορική ακρίβεια και η τεκμηρίωση γεγονότων, χωρίς βέβαια να αποκλείει ως δυνατότητα τη σύμπτωση του αληθοφανούς της λογοτεχνίας με την ιστορική αλήθεια. Η δουλειά του Τσιαμπούση ως διηγηματογράφου μοιάζει με τη δουλειά του Δραμινού Χασάν Οναράν, του ειδικού στην κατεργασία των καπνών στα «Πούρα γεμιστά». Όπως ο μουσουλμάνος συντοπίτης του μπορούσε ν’ αναμειγνύει διάφορες ποικιλίες καπνών και να παρασκευάζει εξαιρετικά χαρμάνια, έτσι κι ο Βασίλης Τσιαμπούσης με τα διηγήματά του μας προσφέρει ένα αρωματικό λογοτεχνικό χαρμάνι, αναμειγνύοντας ιστορικά στοιχεία, προσωπικά βιώματα, αληθινά γεγονότα και αληθοφανή περιστατικά της ελληνικής επαρχίας.
Καθένας μας διαβάζει με τον δικό του τρόπο. Κι εγώ, διαβάζοντας τα διηγήματα του Βασίλη Τσιαμπούση, κατάλαβα αυτό που είπε ο Μπόρχες και εξηγούμαι: Έχω την αίσθηση, δηλαδή, ότι ο Βασίλης Τσιαμπούσης έγραψε ένα μυθιστόρημα με τον ειρωνικό και αινιγματικό τίτλο Πούρα γεμιστά. Φαντάζομαι πως κάπου υπάρχει αυτό το μυθιστόρημα, κάποτε το διάβασα. Έτσι νιώθω. Μπορεί να το διάβασα και στο όνειρό μου, δεν ξέρω, αλλά έχω την αίσθηση μιας αρχικής ιδεατής μυθιστορηματικής ολότητας. Αυτή την επίγευση μου άφησε η ολοκλήρωση της ανάγνωσης της συλλογής διηγημάτων. Σαν βγήκα λοιπόν από το αναγνωστικό όνειρο, βρέθηκαν στα χέρια μου οι σημειώσεις αυτού του «δυνάμει» (με την αριστοτελική σημασία) μυθιστορήματος, οι πιο δυνατές του στιγμές, οι πιο αξιομνημόνευτες εικόνες, οι χειρονομίες και τα λόγια των χαρακτήρων του.
Τα διηγήματα του Βασίλη Τσιαμπούση φαντάζουν στα μάτια μου θραύσματα αυτής της ιδεατής μυθιστορηματικής ολότητας. Θραύσματα κι’ αυτά σαν την αποσπασματική βίωση της ύπαρξής μας. Αποσπασματικότητα που παραπέμπει στη δίψα για την ενότητα ενός νοήματος που να συνέχει και να νοηματοδοτεί τα επιμέρους κομμάτια. Τα κομμάτια μας, εντέλει. Αλήθεια, τι θυμόμαστε από τη ζωή μας; Κάποιες εικόνες, κάποια περιστατικά, χειρονομίες και λόγια προσώπων. Είμαστε οι ιστορίες που συνεχώς γράφουμε και αναθεωρούμε οι ίδιοι, καθώς τις αφηγούμαστε. Μοιάζουμε, λοιπόν, με τους συγγραφείς, μόνο που εμείς αφηγούμαστε τη δική μας ζωή.
Αυτές τις προσωπικές ιστορίες που συνθέτουμε συμπληρώνοντας τα κενά της μνήμης μας, γεφυρώνοντας τα χρονικά χάσματα, ξεχνώντας γεγονότα που μας πλήγωσαν, γεμίζοντας τα ρήγματα στους τοίχους των βιωμάτων μας με επιχρίσματα από επιθυμίες και όνειρα. Και όπως η μουσική είναι φτιαγμένη από ήχους και σιωπή, όπως έλεγε κι ο Σεφέρης δίνοντας το στίγμα της ποίησής του, έτσι και από το αρχικό ιδεατό (ή δυνάμει) μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιαμπούση, όπως εγώ το φαντάζομαι, τα διηγήματά του αποτελούν τους ήχους που έφτασαν σε μας. Τη σιωπή που τα συνδέει μεταξύ τους σε μια ολότητα νοήματος τη νιώθουμε μετά την ανάγνωση. Αυτό που απομένει είναι να στοχαστούμε αυτή τη σιωπή για να αποκαταστήσουμε την αρχική ολότητα, αποκομίζοντας από αυτήν στο τέλος το δικό μας προσωπικό νόημα. Άλλωστε, η ανάγνωση είναι προσωπική υπόθεση και ο αναγνώστης αποτελεί τον άλλο πόλο για την ενεργοποίηση της συν-γραφής…”, Δημήτρης Βλάχος, “Πούρα με άρωμα ζωής / Μια δοκιμή αντιστικτικής ανάγνωσης της συλλογής διηγημάτων του Βασίλη Τσιαμπούση, Πούρα γεμιστά”, Ξάνθη, 28 Μαρτίου 2018, (υπό δημοσίευση).
Από την παρουσίαση την Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018 στη Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης (Λαογραφικό Μουσείο) της συλλογής διηγημάτων του Βασίλη Τσιαμπούση, Πούρα γεμιστά, εκδ. βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα Η2017.
Ηχητικά αποσπάσματα από την παρουσίαση:
- Δημήτρης Βλάχος, “Πούρα” με άρωμα ζωής/ μια δοκιμή αντιστικτικής ανάγνωσης της συλλογής διηγημάτων του Βασίλη Τσιαμπούση, Πούρα γεμιστά (υπό δημοσίευση). Ηχητικό απόσπασμα: Πούρα με άρωμα ζωής, απόσπασμα, Δημήτρης Βλάχος.
- Ανάγνωση από τον συγγραφέα Βασίλη Τσιαμπούση του διηγήματος “Μητέρα μουσική”: