Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό δίοδος, περίοδος Α΄, τεύχος 12, Ιούλιος 2017, σσ. 13-19.

 

 

«Πραγματικά, προϋποθέτει την ίδια διανοητική ικανότητα το να διακρίνει κανείς τόσο το αληθινό όσο και το αληθοφανές», παρατηρεί ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του [τό τε γὰρ ἀληθὲς καὶ τὸ ὅμοιον τῷ ἀληθεῖ τῆς αὐτῆς ἐστι δυνάμεως ἰδεῖν], (1355a). Αυτή την παρατήρηση του Σταγειρίτη πρωτοσκέφτηκα, όταν στα χέρια μου βρέθηκε με ένα μάλλον θαυμαστό τρόπο το κείμενο μιας επιστολής με φερόμενο ως συγγραφέα της τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέρδα (1547-1616). Στην αρχή απόρησα και αυθόρμητα αναρωτήθηκα για τη γνησιότητά της. Μετά χαμογέλασα, όταν θυμήθηκα ότι ο Θερβάντες, ο συγγραφέας του Δον Κιχότη και πατέρας του μοντέρνου ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, θεματοποίησε  λογοτεχνικά μέσω της ειρωνείας και της παρωδίας το ξεγέλασμα των αισθήσεων, την αβεβαιότητα στην εξαγωγή ασφαλών ηθικών κρίσεων, τη σύγχυση ρεαλιστικού και φανταστικού, τη σύμφυρση του γνήσιου και του πλαστού, την επικίνδυνη γειτνίαση της  πραγματικότητας και του ονείρου, για να αναδείξει εντέλει την ανυπέρβλητη δυσκολία διάκρισης αληθούς και αληθοφανούς. Έτσι, ανακαλώντας στη μνήμη μου τα τεχνάσματα του Ισπανού Πρωτέα και την απαράμιλλη ικανότητά του να μεταμορφώνεται και να μεταμορφώνει μυθιστορηματικά το υλικό του, κλονίζοντας τις βεβαιότητές μας περί μιας και μοναδικής αλήθειας, έπαψε να με απασχολεί στο τέλος το ζήτημα της γνησιότητας της επιστολής αυτής και αφέθηκα στην ανάγνωσή της, όπως άλλωστε και ο αναγνώστης της λογοτεχνίας αφήνεται με εμπιστοσύνη στην εμπειρία της ανάγνωσης και δεν αναζητεί πλέον σ’ αυτή το αληθές ως κάτι μονοδιάστατο, απαράλλαχτο και απολύτως εξακριβωμένο. Του αρκεί το αληθοφανές, το οποίο βέβαια δεν αποκλείεται και να είναι αληθές.

Ο λόγος για την τελευταία άγνωστη επιστολή του Θερβάντες με ημερομηνία 2 Απριλίου 1616, λίγες μέρες πριν τον θάνατό του (22 Απριλίου 2016),  προς τον αντίζηλό του στα ισπανικά γράμματα Λόπε ντε Βέγκα (1562-1635). Αφήνοντας κατά μέρος το ζήτημα της γνησιότητάς της, αυτή η επιστολή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί ρίχνει φως στον κομβικό ρόλο που ενδεχομένως έπαιξε η ελληνική εμπειρία του Θερβάντες στη διαμόρφωση του έργου του. Αναφέρομαι στη συμμετοχή του συγγραφέα του Δον Κιχότη στη ναυμαχία στα ελληνικά νερά της  Ναυπάκτου (1571), που ήταν και η πρώτη νίκη της χριστιανικής Ευρώπης κατά των Οθωμανών. Το αληθοφανές της επιστολής ενισχύεται από κρίσεις, φράσεις και αυτοβιογραφικά στοιχεία του Θερβάντες που βρίσκουμε στα σωζόμενα έργα του (Δον Κιχότης, Παραδειγματικές Νουβέλες, Περσίλες και Σιγισμούνδα). Αλλά ποιος μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στην ειλικρίνεια ενός παραμυθά μυθιστοριογράφου, όπως ο Δον Μιγκέλ; Αλλά και ποιος μπορεί όμως να αμφισβητήσει την εντιμότητα ενός στρατιώτη, όπως ο Θερβάντες;

 

Η επιστολή αυτή έφτασε σε μένα με έναν τρόπο θερβαντινό, και εξηγούμαι.  Επισκέφτηκα το Τολέδο τον χειμώνα του 2016. Ήθελα να γνωρίσω την πόλη που έζησε και να δω από κοντά κάποια από τα έργα που δημιούργησε ο Ελ Γκρέκο. Βέβαια, δεν ξέχασα και τις αναφορές του Θερβάντες στο Τολέδο στον Δον Κιχότη του (Κεφ. 9 του 1ου Μέρους), αλλά ο Ελ Γκρέκο ήταν ο συγγενής μας σ’ αυτήν την πόλη. Αυτόν επισκέφτηκα. Ο Θερβάντες προέκυψε.

 

 

Περπάτησα πολύ στο Τολέδο και είδα πολλά εκείνη την ηλιόλουστη μέρα του Γενάρη. Έτσι μετά μπήκα σε ένα καφέ να ξαποστάσω. Ύστερα από τον καταιγισμό των εικόνων και τη συγκίνηση που αυτές προκαλούν σε έναν προσκυνητή, όχι τουρίστα,  ένας καφές είναι απαραίτητος.

 

 

 

Σκοτεινός ο χώρος στο εσωτερικό. Ο ήλιος δεν έμπαινε μέσα στην καφετέρια, αλλά  το  φως του ακινητούσε στα καγκελόφραχτα παράθυρα που έλαμπαν εκτυφλωτικά. Ξύλινα τραπέζια και παρέες συζητούσαν μεγαλόφωνα. Σπανιόλοι βλέπεις. Μας μοιάζουν στον θόρυβο και στην εγκαρδιότητα. Μυρωδιά από καφέ και από τσούρος, τους ισπανικούς λουκουμάδες. Το τυπικό πρωινό τους. Στο διπλανό μου τραπέζι κάθεται μια παρέα με πέντε άντρες 35 με 45 χρόνων. Συζητούν  σοβαρά.  Ξαφνικά για λίγο σωπαίνουν και τότε ένας από αυτούς βγάζει από τον χαρτοφύλακά του μερικά σκόρπια φύλλα και αρχίζει να διαβάζει στους άλλους. Οι άλλοι ακούν προσεχτικά. Διαβάζει με φωνή παλλόμενη από συγκίνηση. Και μετά το τέλος της ανάγνωσης, ύστερα από κάποια δευτερόλεπτα σιωπής, αρχίζουν πάλι να συζητούν επιχειρηματολογώντας. Με τα στοιχειώδη ισπανικά μου κατάλαβα ότι μιλούσαν για το περιεχόμενο της επιστολής.

 

Το θέμα της συζήτησής τους ήταν η γνησιότητά της. Ήταν η τελευταία επιστολή του Θερβάντες, έτσι δήλωσε ο αναγνώστης της.  Ζούσα πραγματικά ένα θαύμα. Δεν θα το χαρακτήριζα σύμπτωση. Συζήτηση για έναν συγγραφέα, τον Θερβάντες, και μάλιστα σε μια πόλη, το Τολέδο, που αποτελούσε μέρος της σκηνοθεσίας του έργου του. Τους συστήθηκα και τους ζήτησα να παρακολουθήσω τη συζήτηση. Είμαι Έλληνας και ο Θερβάντες έχει με μας τους Έλληνες μια ιδιαίτερη σχέση. Δεν επηρεάστηκε μόνο από τους κλασικούς μας, αλλά και πολέμησε στη Ναύπακτο. Σ’ αυτή τη Ναύπακτο που μιλούσε η επιστολή που διαβάσατε, τους είπα. Με καλοδέχτηκαν και μου έδωσαν χώρο στο τραπέζι τους. Την επιστολή τη διάβασε ένας ιστορικός, ο Φελίπε Μοντέρο. Την είχε αντιγράψει από το Αρχείο του Λόπε ντε Βέγκα. Εκεί την ανακάλυψε. Ωστόσο, σαν έντιμος ιστορικός που ήταν, έσπευσε να μας προειδοποιήσει ότι η γνησιότητά της αμφισβητείται, αν και υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ότι ήταν γνήσιο αντίγραφο από κάποιο χαμένο πρωτότυπο.  Δεν πρέπει να έχει γραφτεί από το ίδιο το χέρι του Θερβάντες, όμως το ύφος και τα στοιχεία που παρατίθενται παραπέμπουν σ’ αυτόν. Μπορεί να υπήρχε κάπου η αρχική πρωτότυπη επιστολή προς τον Λόπε ντε Βέγκα, κάποιος από τον κύκλο του να την αντέγραψε και έτσι να σώθηκε στο αρχείο του. Χρονολογικά βρίσκεται βέβαια πολύ κοντά στη χρονιά και την ημερομηνία θανάτου του Θερβάντες, αλλά ο γραφικός χαρακτήρας δεν είναι του Θερβάντες. Όλα τα άλλα όμως συμφωνούν με τη ζωή και τη σχέση των δύο κορυφαίων του Χρυσού Αιώνα των ισπανικών γραμμάτων και αφορούν έμμεσα κι εμάς τους Έλληνες. Αυτές ήταν οι πληροφορίες που μας παρέθεσε ο Φελίπε, χωρίς να επιμείνει περισσότερο.

Ζήτησα από τον ιστορικό την άδεια να αντιγράψω την επιστολή και τον ρώτησα αν θα τον ενοχλούσε να τη μετέφραζα στα ελληνικά και να τη δημοσίευα κάποτε, φυσικά με την επιφύλαξη για τη γνησιότητά της. Ευγενικός ο Φελίπε Μοντέρο μου επέτρεψε την αντιγραφή, τη μετάφραση και τη δημοσίευσή της.

Αυτήν την επιστολή παραθέτω στη συνέχεια και τη θέτω στην κρίση των αναγνωστών και στο ένστικτό  τους. «Πραγματικά, προϋποθέτει την ίδια διανοητική ικανότητα το να διακρίνει κανείς τόσο το αληθινό όσο και το αληθοφανές», είπε  ο Αριστοτέλης. Και ο ίδιος ο Θερβάντες δια στόματος του αφηγητή του σε παρόμοια περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την αλήθεια της περιπέτειας του Δον Κιχότη στη σπηλιά του Μοντεσίνου λέει (Δον Κιχότης, Κεφ. 22ο,23ο, 24ο του 2ου Μέρους): «Αν λοιπόν αυτή η περιπέτεια μοιάζει απόκρυφη, το σφάλμα δεν είναι δικό μου. Τη γράφω απλώς, δίχως να ισχυρίζομαι ότι είναι αληθινή ή ψεύτικη. Εσύ, αναγνώστη, σαν άνθρωπος συνετός, βγάλε όποια κρίση θέλεις, εγώ δεν οφείλω ούτε μπορώ να κάνω περισσότερα. οπωσδήποτε θεωρείται σίγουρο ότι ο ιππότης μας την ώρα του τέλους και του θανάτου του απαρνήθηκε την περιπέτεια αυτή και είπε πως την είχε επινοήσει, γιατί του είχε φανεί πως ταίριαζε ωραία με τις άλλες περιπέτειες που είχε διαβάσει στις ιστορίες του» (Δον Κιχότης, Κεφ. 24ο του 2ου Μέρους).

 

Η τελευταία άγνωστη επιστολή του Θερβάντες (29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616) προς τον Λόπε ντε Βέγκα (25 Νοεμβρίου 1562 – 27 Αυγούστου 1635):

 

Μαδρίτη, 2 Απριλίου 1616

Άσπονδε φίλε μου, Λόπε ντε Βέγκα

 

Ο θάνατος του Θερβάντες

Με το πόδι στον αναβολέα σου γράφω αυτό το γράμμα. Το τελευταίο μου γράμμα. Οι μέρες μου είναι μετρημένες και είμαι έτοιμος να καβαλικέψω το άλογό μου γι’ αυτό το χωρίς επιστροφή ταξίδι. Με το ένα πόδι στον αναβολέα βαλμένο, λοιπόν, κάνω και τον λογαριασμό της ζωής που έζησα. Με την ειλικρίνεια του ανθρώπου που βλέπει πια τον θάνατό του. Με το θάρρος που δίνει στον στρατιώτη η βεβαιότητα του τέλους. Με το ένα πόδι στον αναβολέα βαλμένο. Με την προσμονή του θανάτου σου γράφω.

Είμαι 68 χρονών,  γέρος πια, φτωχός και άρρωστος. Και στον λογαριασμό αυτόν, τον ύστατο λογαριασμό μιας ζωής μέσα στα βάσανα και στις αποτυχίες, μιλώ σε σένα άσπονδε φίλε μου Λόπε ντε Βέγκα, ανταγωνιστή μου στον Παρνασσό των Μουσών, εχθρέ της εφήμερης δόξας μου, ευφυή αναγνώστη μου, συνοδοιπόρε άθελά σου της αιώνιας φήμης μου.

Λόπε ντε Βέγκα

 Σε σένα μιλώ Λόπε ντε Βέγκα, Φοίνικα της ευφυίας, Τέρας της φύσεως. Σε σένα χαϊδεμένο παιδί των ισπανικών γραμμάτων. Σε σένα, που τα είχες όλα σ’ αυτή τη ζωή. 4 περιβόητες ερωμένες, 2 συζύγους, 15 παιδιά αναγνωρισμένα εντός και εκτός γάμων, φήμη, και την αγάπη του λαού που λάτρεψε τις κωμωδίες σου, ενώ αγνόησε τις δικές μου. Εδώ, βέβαια, έβαλαν το χέρι τους οι ακαδημαϊκοί φίλοι σου, για να με παραμερίσουν από τα θέατρα της Μαδρίτης.  Ήξερες καλά, βλέπεις,  την τέχνη να πολεμάς τους άξιους και να κολακεύεις τα γούστα του λαού.

  Όλα τα είχες  εσύ, ο ευνοούμενος της τύχης. Κι εγώ δεν είχα τίποτε. Και είχα να ζήσω και πέντε γυναίκες, την κόρη, τη γυναίκα, την ανιψιά και δυο αδερφές στο τέλος της ζωής μου. Έζησα και πεθαίνω μέσα στη φτώχεια, το ξέρεις, κι αυτό με θλίβει περισσότερο. Χρήματα δεν απόχτησα, παρά τις προσπάθειές μου.  Και στα άρματα και στα γράμματα και στην οικονομική διαχείριση ξεχώρισα για την ανδρεία, την αξία και τη εντιμότητά μου, αλλά δεν πλούτισα. Θέλημα της τύχης ήταν. Τίποτε σ’ αυτόν τον κόσμο δεν μου χαρίστηκε. Αλλά ο κόσμος δεν είναι μόνον αυτός που ζούμε τώρα,  και το ξέρεις πολύ καλά αυτό.  

Σε σένα μιλώ, άσπονδε φίλε μου, γιατί οι αντίζηλοι των γραμμάτων καταλαβαίνονται πολύ καλύτερα. Μόνο αυτοί διαβάζουν και ακούν με προσοχή τις λέξεις του ανταγωνιστή τους. Προσέχει ο ένας τον άλλον, όπως οι ερωτευμένοι το αγαπημένο τους πρόσωπο και οι γονείς τα παιδιά τους. Βλέπουν οι αντίζηλοι των γραμμάτων όχι μόνο τα παρόντα, αλλά και τα μελλούμενα πίσω από τα παρόντα. Προφητεύουν το μέλλον του έργου του αντιπάλου τους, γιατί  μόνο οι δημιουργοί πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή. Γιατί μόνο αυτοί πιστεύουν στην αθανασία του έργου τους, του τυπωμένου λόγου. Και την αθανασία του έργου την οσφραίνονται. Είναι εκπαιδευμένοι σ’ αυτό.

Άσπονδε φίλε μου Λόπε, πριν φύγω από αυτόν τον κόσμο, μιλώ σε σένα, γιατί είσαι ο μόνος που κατάλαβες την αξία του Δον Κιχότη μου. Γι’ αυτό και τον πολέμησες. Γι’ αυτό και τον δυσφήμισες μέσα από τους κύκλους των φίλων σου. Το ΄ξερες πως ο παλιάτσος μου, ο Δον Κιχότης μου, θα συνεχίσει να ζει και θα μου δώσει μετά θάνατον τη δόξα που μου αρνήθηκε η ζωή. Ξέρω πως πολύ θα ΄θελες να με ρωτήσεις πώς γεννήθηκε αυτό το έργο –αυτό  το όραμα θα ήθελα να πω– αλλά η ματαιοδοξία σου δεν σου επιτρέπει να το κάνεις. Ούτε και η υπεροψία μου, βέβαια, επιτρέπει σε μένα να σου δώσω, όσο ζω, απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Μετά τον θάνατό μου όμως, όταν και η υπεροψία μου θα έχει λείψει,  και η ματαιοδοξία σου θα  έχει κοπάσει, καθώς θα βαδίζεις και εσύ προς τον δικό σου θάνατο, τα λόγια μου θα τα ακούσεις αλλιώς. Τα λόγια των πεθαμένων δεν τα πολεμάμε, δεν τα αρνούμαστε, δεν τα ξεχνάμε. Δεν μπορούμε να τα ξεχάσουμε, γιατί μας αφορούν. Γιατί δεν έχουν τα λόγια των πεθαμένων την ιδιοτέλεια που έχουν τα λόγια των ζωντανών.  Γιατί τα λόγια των πεθαμένων προφητεύουν το μέλλον των ζωντανών. Είναι τρομερά.

Πώς γεννήθηκε ο Δον Κιχότης μου; Ποιο το μυστικό της γέννησής του, αυτό σε βασανίζει. Άκου, λοιπόν. Το ερώτημα της γέννησης ενός έργου είναι το πιο σημαντικό, γιατί η αρχή προδικάζει και την πορεία του στον χρόνο. Μια μεγάλη αρχή, μια θεϊκή δωρεά, ένα πεπρωμένο, κάνουν ένα έργο αθάνατο. Οι ποιητές την αρχή του έργου την αποδίδουν στην έμπνευση. Αλλά και η έμπνευση έχει ποιότητες και διαβαθμίσεις. Η έμπνευση που γεννιέται ενώπιον του θανάτου μέσα στην αγωνία και στη μάχη διαφέρει από την έμπνευση που γεννιέται από τις ευτυχισμένες στιγμές της γαλήνιας ονειροπόλησης. Ο Δον Κιχότης μου είναι ένα έργο που γεννήθηκε μέσα στη μάχη, γι’ αυτό και είναι έργο πολεμικό, αγωνιστικό, ματωμένο έργο, όσο κι αν η αγωνία κρύβεται πίσω από τη γελοιοποίηση του ήρωα, την ειρωνεία και την παρωδία.

Άσπονδε φίλε μου Λόπε, θυμάσαι πώς εσύ και η παρέα σου, οι φθονεροί άνθρωποι των γραμμάτων της μαδριλένικης κοινωνίας, με κοροϊδεύατε; Θυμάσαι πώς γελοιοποιούσατε αυτό για το οποίο ήμουν περήφανος; Για θυμήσου, λοιπόν, γιατί εκεί βρίσκεται το μυστικό της γέννησης του Δον Κιχότη μου. Η φυλακή της Σεβίλλης, χρόνια αργότερα, απλά μού έδωσε τον χρόνο της σιωπής για να ακουστεί η εσωτερική φωνή που μου υπαγόρευε τις λέξεις για τη συγγραφή του. Αλλά οι εικόνες που γέννησαν αυτές τις λέξεις ξεπήδησαν από  μια πληγή, από ένα κουσούρι, όπως εσείς λέγατε. Αυτή η πληγή βρίσκεται στο σώμα μου, είναι το κουσούρι μου, αλλά είναι και η πληγή της Ισπανίας μας, της χριστιανικής Ευρώπης, της ίδιας της ανθρωπότητας εντέλει η πληγή.

Η ναυμαχία της Ναυπάκτου, 7 Οκτωβρίου 1571

«Ο κουλός της Ναυπάκτου!», θυμάσαι, Λόπε; Αυτό το παρατσούκλι μου δώσατε, για να  ευτελίσετε τον ηρωισμό μου σε εκείνη τη ναυμαχία που επρόκειτο να κρίνει το μέλλον της Ευρώπης, εκείνον τον Οκτώβρη του 1571 στα ελληνικά νερά της Ναυπάκτου. Η πρώτη νίκη της ενωμένης χριστιανικής Ευρώπης κατά των Οθωμανών Τούρκων που προέλαυναν ανίκητοι, ενώ η Ευρώπη τυφλή και ανήμπορη, είχε γυρίσει την πλάτη στους Χριστιανούς της Ανατολής, απασχολημένη καθώς ήταν με τις μηχανορραφίες και τα συμφέροντα  των βασιλέων και των αρχόντων της. Στα ελληνικά νερά της Ναυπάκτου σταματήσαμε τους Τούρκους για πρώτη φορά, όταν εσείς οι λόγιοι και οι ποιητές γράφατε ποιήματα και ποιμενικά δράματα για να ψυχαγωγήσετε τους καλλιεργημένους αριστοκράτες και τις κυρίες τους, αλλά και κωμωδίες για να διασκεδάσετε τα πλήθη της πρωτεύουσας. Εκεί στην Ναύπακτο, στην τρομερή σύγκρουση του ενωμένου χριστιανικού στόλου με τις τούρκικες γαλέρες, γεννήθηκε ο Δον Κιχότης μου.  Εκεί έχασα το αριστερό μου χέρι, αχρηστεύτηκε από το βόλι, αλλά το δεξί μου χέρι, που ήξερε να κρατά το σπαθί, ήξερε να κρατά και την πένα. Και να πολεμά το ίδιο καλά μ΄ αυτή. Ο Δον Κιχότης μου ήταν η δική μου Ναύπακτος, Λόπε. Η δική μου νίκη. Η νίκη της λογοτεχνίας και του ανθρωπισμού κατά της βαρβαρότητας και της απαιδευσίας.

Εγώ, ο κουλός της Ναυπάκτου (el manco del Lepanto) έζησα εκεί αυτό που ξεπερνά τη φαντασία σας και τα έργα της πένας σας. Σ’ αυτή τη μάχη, άρρωστος από ελονοσία και με πυρετό, δεν έμεινα στο στρώμα, αλλά ανέβηκα στο κατάστρωμα της γαλέρας μας και πολέμησα. Δύο βόλια στο στήθος και ένα στο χέρι κόντεψαν να μου πάρουν τη ζωή, αλλά το θέλημα του Θεού ήταν άλλο. Βαριά τραυματισμένος έχασα τις αισθήσεις μου. Τρία  μερόνυχτα μόνο ανάσαινα και όλοι με είχαν ξεγράψει. Αυτά τα τρία μερόνυχτα, μεταξύ ζωής και θανάτου, ένας ζωντανός – νεκρός, είδα ολοζώντανο τον Δον Κιχότη μου. Όλες τις εικόνες του βιβλίου μου τις είδα τότε βυθισμένος σε ένα βαθύ σαν τον θάνατο όνειρο. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου αυτές οι εικόνες με ακολουθούσαν παντού και ανάβλυζαν σε ανύποπτες στιγμές όταν ήμουν μόνος, μακριά από τον θόρυβο των πολλών. Και είχα πολλές τέτοιες ευκαιρίες, Λόπε, όπως ξέρεις. 5 χρόνια αιχμάλωτος στα κάτεργα των πειρατών στο Αλγέρι και κάποιους μήνες φυλακισμένος στη Σεβίλλη και αλλού. Και πολλές ώρες μοναξιάς. Και ξέρεις εσύ από τη μοναξιά του συγγραφέα.

Εκεί λοιπόν, άσπονδε φίλε μου Λόπε,  στα ελληνικά νερά της Ναυπάκτου, στη μεγαλύτερη ναυμαχία της εποχής μας, εκεί όπου για πρώτη φορά σταματήσαμε τους Τούρκους στη Μεσόγειο, εκεί γεννήθηκε ο Δον Κιχότης μου. Ανάβλυσε από τις πληγές μου, από το όνειρό μου, που ήταν και το όνειρο της χριστιανικής Ευρώπης, της ελευθερίας και του ανθρωπισμού.

Θα σου φανούν απίστευτα αυτά που σου γράφω, το ξέρω. Είναι όμως αληθινά. Σου τα γράφω, για να τα διαβάσεις μετά τον θάνατό μου, γιατί οι νεκροί λένε την αλήθεια.

Άσπονδε  φίλε μου Λόπε κουράστηκα πια, όμως σου έδωσα τις εξηγήσεις που όφειλα. Ήρθε η ώρα τώρα να καβαλικέψω το άλογό μου και να φύγω. Χαίρετε, λοιπόν, φίλοι μου. Χαίρετε και καλή καρδιά.

Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέρδα, ο συγγραφέας του Δον Κιχότη.

Pin It on Pinterest

Share This