Το σκουλαρίκι των Χριστουγέννων
Μαθητής τότε εξατάξιου Γυμνασίου τη δεκαετία του ΄70, δεν τον ενδιέφερε η αστρονομία. Τα άστρα και οι πλανήτες ήταν πολύ μακριά του. Μόνο οι άνθρωποι και τα πράγματα τον ενδιέφεραν. Του έδιναν χαρά και τον πονούσαν, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους και τα πράγματα. Ο ουρανός ήταν πολύ μακριά του. Μέχρι που κάποτε ο ίδιος ο έναστρος ουρανός μπήκε στην τάξη του 1ου Γυμνασίου Αρρένων και ήρθε να τον συναντήσει, αυτόν και τους άλλους μαθητές. Ήρθε ο ουρανός με τους αστερισμούς του, τους πλανήτες, τις συνόδους και τις «συζεύξεις» τους. Και είχε και μάτια υπέροχα. Ναι, ο ουρανός είχε λαμπερά υγρά πρασινογάλανα μάτια, μικρά αυτάκια με σκουλαρικάκια, και φουλάρια στο λαιμό του που άλλαζαν χρώμα, διαφορετικό σε κάθε μάθημα. Είχε και ωραία ολόλευκα χέρια με λεπτά ευγενικά δάχτυλα που έδειχναν αυτό κι εκείνο το άστρο στις διαφάνειες με τους αστερισμούς. Αλλά αυτός δεν έβλεπε τους αστερισμούς. Έβλεπε τα χέρια και τα δάχτυλά της. Τις κινήσεις τους έβλεπε, καθώς δείχνοντας και εξηγώντας, διέγραφαν τροχιές, σαν πέταγμα λευκού περιστεριού, μέσα στη βαρετή τάξη των αρσενικών εφήβων μαθητών.
Αυτός έβλεπε μόνο το πρόσωπο και τα χέρια της. Οι άλλοι μαθητές προτιμούσαν τα γόνατα και τις γάμπες της. Στο μάθημα, λοιπόν, της αστρονομίας, πριν μπει η καθηγήτρια στην τάξη, οι πιο ζωηροί μαθητές πήγαιναν στη διπλανή αίθουσα κι άλλαζαν γραφεία. Έφερναν το γραφείο που ήταν ανοιχτό μπροστά και το έβαζαν πάνω στη έδρα της τάξης τους, περιμένοντας πότε θα μπει και θα καθίσει η καθηγήτρια, να ρίξουν κάτω το στυλό τους, να σκύψουν να τον πάρουν για να δουν τις γάμπες της. Επαρχιακό Γυμνάσιο Αρρένων ήταν με λίγες γυναίκες καθηγήτριες, κι αυτές όχι πια νέες. Και το Γυμνάσιο Θηλέων ήταν πολύ μακριά τους και είχε ψηλά κάγκελα και τα κορίτσια ήταν φυλακισμένα μέσα, μακριά από τα κάγκελα τα κρατούσαν οι καθηγητές, απρόσιτα θαρρείς και μυστηριώδη, νεράιδες με τις μπλε ποδιές. Όταν, λοιπόν, ο ίδιος ο έναστρος ουρανός με τα πρασινογάλανα μάτια του, τα χέρια του που πετούσαν σαν λευκά περιστέρια, και τα υπέροχα πόδια με τις ψηλές γάμπες έμπαινε στην τάξη τους για να διδάξει αστρονομία, ε, φυσικό ήταν οι μαθητές να στρέψουν το βλέμμα τους στα ουράνια για να δουν την ομορφιά που κατέβηκε στην γη για να τους συναντήσει. Σύνοδος και σύζευξη το λένε στην αστρονομία, και συμβαίνει αραιά και πού έως πολύ σπάνια στον πεπερασμένο ανθρώπινο βίο.
Θυμάται τον ενθουσιασμό της νεαρής καθηγήτριας για την αστρονομία. Κάποιες βραδιές έστηνε έξω στην αυλή το τηλεσκόπιο του σχολείου και προσκαλούσε τους μαθητές της για αστροπαρατήρηση. Αρκετοί πήγαιναν να δουν τους αστερισμούς και τη σελήνη. Κάποιοι άλλοι πήγαιναν να δουν τις γάμπες της. Αυτός πήγαινε για να δει τα λευκά περιστέρια, τα χέρια της, στο χλωμό φως του φεγγαριού. Και βλέποντας τα χέρια της και το δάχτυλό της να δείχνει στον ουρανό έμαθε και κάτι για τους αστερισμούς. Λίγα πράγματα βέβαια, αλλά αυτά του έμειναν. Αυτό που του έμεινε από τα μαθήματα, όταν πια μεγάλωσε κι έγινε άντρας, ήταν τις νύχτες χωρίς φεγγάρι να στρέφει το βλέμμα προς τα πάνω και να συλλαβίζει το αλφαβητάρι των άστρων σαν μαθητής της πρώτης δημοτικού που μόλις συλλαβίζει απλές λέξεις και χαίρεται που βγάζει κάποιο νόημα.
«Να, αυτή είναι Άρκτος… Κι αυτός ο Ωρίωνας. Να η ζώνη του, να και το ξίφος του. Τα βλέπετε;», κι έδειχνε με το δάχτυλο της να κινείται από αστέρι σε αστέρι στο υφαντό του χειμωνιάτικου νυχτερινού ουρανού. Κι αυτός έβλεπε το δάχτυλο περισσότερο και λιγότερο τα άστρα. Αλλά κι αυτό το λίγο που έβλεπε από τ’ άστρα του ήταν αρκετό για να μάθει κάποια πράγματα. Έμαθε, λοιπόν, να ξεχωρίζει την Άρκτο, το αστέρι του Βορρά και τον Ωρίωνα. Ο Ωρίωνας ήταν ο αγαπημένος αστερισμός της καθηγήτριας κι έτσι τον αγάπησε κι αυτός. Δεν χρειαζόταν να αγαπήσει κι άλλους. Ένας αστερισμός του αρκούσε. Μια αγάπη φτάνει για μια ολόκληρη ζωή. Και τον χειμώνα, στο χωριό, όταν έχει ξαστεριά, τώρα πια που μεγάλωσε, στρέφει το βλέμμα του προς τα πάνω και τον βλέπει. «Α, να η ζώνη του Ωρίωνα… Να και το ξίφος του…» Και θυμάται και το δάχτυλό της όμορφης νεαρής κυρίας τους που κεντούσε τα άστρα στον ουρανό, δείχνοντάς τα. Θυμάται και τα μάτια της τα πρασινογάλανα. Και τα σκουλαρίκια της θυμάται στα μικρά της αυτάκια. Ο Ωρίωνας βρίσκεται εκεί στον ουρανό για να του τα θυμίζει 40 τόσα χρόνια μετά. Ε, και τι σημαίνει «40 τόσα χρόνια μετά…»; Ένα χτες ήταν αυτά τα χρόνια από την άποψη της ζωής που έζησε. Κι ένα απειροελάχιστο κλάσμα δευτερολέπτου από την άποψη της Ιστορίας της ανθρωπότητας.
Και θυμάται στο μάθημα, πριν κλείσουν τα σχολεία για τις διακοπές των Χριστουγέννων, που τους μιλούσε για το χειμερινό ηλιοστάσιο, για τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου, για τη μέρα που μεγαλώνει σπυρί σπυρί μέσα στον χειμώνα, για το άστρο της Βηθλεέμ που οδήγησε τους Μάγους στη φάτνη και που υποθέτουν ότι αυτό ήταν μια σύνοδος Δία και Κρόνου. Και θυμάται και τα χρυσά σκουλαρικάκια στα αυτάκια της που φορούσε στο μάθημα. Και το λεπτό της δάχτυλο θυμάται που έδειχνε στη διαφάνεια τη σύνοδο Κρόνου και Δία. Όχι καμιά Μεγάλη Σύζευξη σαν κι αυτές που συμβαίνουν κάθε 400 χρόνια, αλλά μία από αυτές τις συναντήσεις των δύο πλανητών που συμβαίνουν αραιά και που, κάθε είκοσι χρόνια. Και τους έδειχνε και κάποια εικαστικά με το άστρο της Βηθλεέμ να καθοδηγεί με τη λάμψη του τους Μάγους. Και θυμάται ακόμη που τον ρώτησε η καθηγήτρια «Με τι μοιάζει αυτή η σύνοδος του Δία με τον Κρόνο. Αυτό το πλησίασμά τους; Για πες εσύ…». Κι αυτός είπε αυτό που έβλεπε μπροστά στα μάτια του να κρέμεται από το αυτάκι της. «Με σκουλαρίκι, κυρία! Με χρυσό υπέρλαμπρο σκουλαρίκι στον σκοτεινό ουρανό μοιάζει αυτή η σύνοδος…»
Και φυσικά η κυρία, τον διόρθωσε, όπως διορθώνουν οι κυρίες του μαθητές τους. «Έ, όχι και με σκουλαρίκι η σύνοδος του Δία με τον Κρόνο… Με το άστρο της Βηθλέεμ που σας έδειξα στους πίνακες μοιάζει. Δεν βλέπετε την ιδιαίτερη λάμψη από τη συνάντηση των δύο πλανητών. Σαν διπλό αστέρι λάμπουν κι όχι σαν σκουλαρίκι…»
Κι έτσι το σκουλαρίκι εκείνων των γυμνασιακών του Χριστουγέννων συνδέθηκε με τη σύνοδο του Δία με τον Κρόνο, που συμβαίνει αραιά και που. Το σκουλαρίκι των Χριστουγέννων, το σκουλαρίκι της Βηθλεέμ λάμπει ακόμη μέσα του και το θυμάται αυτή τη μέρα του χειμερινού ηλιοστασίου, 21 Δεκεμβρίου 2020, την ημέρα της Μεγάλης Σύζευξης Δία και Κρόνου…
*
Χειμερινό ηλιοστάσιο
Δεκέμβρης 1916 σε ένα από τα ελληνορθόδοξα χωριά της Κερασούντας του Πόντου τα ταραγμένα εκείνα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου. Ήταν μία από τις μέρες με τις μεγάλες νύχτες, μετά τη γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα. Η ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου του 1916. Η προηγούμενη νύχτα ήταν η πιο μεγάλη του χρόνου τότε, τόσο μεγάλη που όταν ξημέρωσε κατάπιε ολόκληρο το χωριό. Σπίτια καίγονταν. Γυναίκες ούρλιαζαν ψάχνοντας τους άντρες και τα παιδιά τους. Κόσμος έτρεχε στην πλατεία. Άντρες του χωριού, χαρακτηρισμένοι λιποτάκτες των «ταγμάτων εργασίας» του τουρκικού στρατού, κρεμασμένοι από τους Τούρκους για παραδειγματισμό. Μια γυναίκα αναμαλλιασμένη ψάχνει τον άντρα της. Ξοπίσω της τρέχουν τα δυο της κορίτσια, δέκα και δεκατριών χρονών. Η γυναίκα φτάνει λαχανιάζοντας στην πλατεία και τον βλέπει κρεμασμένο. Σπαραχτικές κραυγές βγαίνουν από το στήθος της. Αγκαλιάζει τα πόδια του κρεμασμένου και σωριάζεται χάμω νεκρή. Τα δυο της κορίτσια παρακολουθούν βουβά, ασάλευτα, μαρμαρωμένα θαρρείς μπροστά στη φρίκη και την εγκατάλειψη. Έμειναν πεντάρφανα. Το μικρό το πήρε η Ιεραποστολή για να το φροντίσει. Το μεγαλύτερο, το δεκατριάχρονο, το πήρε ψυχοκόρη του ο Τούρκος γείτονας που ήξερε την οικογένεια.
Είναι μόλις 13 χρονών κορίτσι. Δεν έχει κανένα στον κόσμο. Οι Τούρκοι την ορφάνεψαν. Ο Τούρκος συχωριανός της την ανάστησε. Είναι μόλις 13 χρονών παιδί και τις μεγάλες και σκοτεινές νύχτες εκείνου του ατέλειωτου χειμώνα τις περνά ξαγρυπνώντας δίπλα στις κούνιες των δίδυμων νεογέννητων αγοριών του Τούρκου προστάτη της. Τα μωρά ξυπνούν και κλαίνε, κι εκείνη, παιδί μόλις 13 χρονών, τα φροντίζει, βοηθώντας τη μάνα τους, και τα κουνάει όλη νύχτα, ενώ τα βλέφαρά της από τη νύστα πέφτουν βαριά στα μάτια της και η ορφάνια βαραίνει ακόμη περισσότερο στην καρδιά της. Αλλά έμαθε από τότε να σωπαίνει και να σηκώνει το βάρος υπομονετικά και με αξιοπρέπεια. Και πέρασαν τα χρόνια υπηρετώντας στο σπίτι του Τούρκου προστάτη της, κι αυτός σεβάστηκε το ορφανό κι όταν ήρθε η ώρα το πάντρεψε με έναν χριστιανό. Ήταν τότε 17 χρονών κοπέλα. Τον γαμπρό της τον βρήκε ο ίδιος ο Τούρκος κι έδωσε στην ψυχοκόρη του γαμήλιο δώρο ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια. Η ληξιαρχική πράξη γάμου της έγραφε 22 Δεκεμβρίου 1920. Ήταν και τότε η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. Χειμερινό ηλιοστάσιο του 1920.
Και το ορφανό κορίτσι έγινε γρήγορα γυναίκα χωρίς να μεσολαβήσει η εφηβική ηλικία. Έτσι γινόταν τα χρόνια εκείνα τα δίσεκτα των πολέμων και του αφανισμού. Και με την ανταλλαγή των πληθυσμών ξεριζώθηκε από το χωριό της, «την πατρίδα», όπως έλεγε, και μαζί με τον άντρα της ήρθε πρόσφυγας σε ένα χωριό της Καβάλας. Κι εκεί ανάστησε τα παιδιά της και πάλεψε κι έζησε και τον άλλον πόλεμο, και τη βουλγαρική κατοχή και τον εμφύλιο, όπως όλοι εκείνα τα χρόνια. Και τα κατάφερε. Και τα χρυσά σκουλαρίκια, αστέρια πολυάκτινα λαμπερά, το γαμήλιο δώρο του Τούρκου φύλακα Άγγελου, μαζί με την ιστορία της τα παρέδωσε στην κόρη της, τη Σοφία, που γεννήθηκε στα 1926. Κι η κόρη της τα φορούσε και δεν τα έβγαζε ποτέ από τα αυτιά της μέχρι που συγχωρέθηκε. Τα φορούσε αυτά τα πολυάκτινα λαμπερά αστέρια σε όλη της τη ζωή. Δεν τα αποχωριζόταν ποτέ. Τα φορούσε, και μαζί με αυτά «φορούσε» και τη μάνα της, που τόσο αγαπούσε. Και την ιστορία της μάνας της φορούσε. Εκείνη την ιστορία που άρχισε τη σκοτεινή ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου του 1916, μετά τη γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα.
*
Το σκουλαρίκι των Χριστουγέννων
«Άντε, φτάνει πια, όλο κλεισμένος μέσα και γράφεις. Σε τρεις μέρες έχουμε Χριστούγεννα. Έλα βγες να πιούμε έναν καφέ στην κουζίνα και να χαρούμε αυτόν τον υπέροχο ήλιο. Μα τι γράφεις από χτες το βράδυ; Ή με ένα βιβλίο στο χέρι θα είσαι ή θα γράφεις στον υπολογιστή…»
Θα ήθελε να της απαντήσει για τα ψώνια που τρέχει να κάνει, τις εξωτερικές δουλειές του σπιτιού που τις έχει φορτωθεί όλες, τα δύο γατάκια και τη σκυλίτσα του σπιτιού που φροντίζει, και να της θυμίσει κι όλα αυτά τα εκτός σπιτιού που χρειάζεται ένα σπίτι εντός και δεν μπορεί να τα φανταστεί μια γυναίκα. Αλλά τώρα που μεγάλωσε δείχνει περισσότερη σύνεση. Προσπαθεί να σκέφτεται τις συνέπειες της απάντησής του. Κι εδώ που τα λέμε, ένα καφεδάκι στην ηλιόλουστη κουζίνα στις 22 Δεκέμβρη, μετά από τις βροχές και τον μουντό καιρό που προηγήθηκε, ήταν η καλύτερη πρόταση για εκείνο το πρωινό. Και ξέρει εκείνη να φτιάχνει τον καλύτερο μέτριο ελληνικό καφέ, καϊμακλή και μερακλίδικο. Χωρίς να κάνει τίποτε ιδιαίτερο, όπως λέει κι η ίδια. «Μόνο καφέ, νερό και λίγη ζάχαρη, τίποτε άλλο δεν βάζω μέσα…», επαναλαμβάνει κάθε φορά που την παινεύει για τον καφέ της. Ναι, δεν υπάρχει κανένα μυστικό, απλά έχει τη χάρη στο ψήσιμο του καφέ. Έχει κι αυτή τη χάρη, όπως δηλώνει και το όνομά της, «Άννα», που στα εβραϊκά σημαίνει «αυτή που έχει τη χάρη». Έχει τον δικό της μοναδικό τρόπο να φτιάχνει καφέ και να χουζουρεύεις μαζί της ακούγοντάς τη να περιγράφει πράγματα που αγαπά, χρησιμοποιώντας υποκοριστικά και πλάθοντας λέξεις που δεν υπάρχουν στα λεξικά. Άννα τη λένε, κι έχει τη χάρη, «omen nomen» που λένε και οι Λατίνοι… Οπότε, λίγο η σύνεση που κερδήθηκε με πόνο και ιδρώτα μετά από τόσα χρόνια γάμου, λίγο ο πρωινός ήλιος που έλουζε την κουζίνα, λίγο η χάρη των περιγραφών της, και κυρίως ο ακαταμάχητος ελληνικός της καφές τον έβγαλαν από την κρυψώνα του. Και είχε δίκιο να τον βγάλει από εκεί, γιατί αλλιώς δεν θα έβγαινε, τόσο απορροφημένος που ήταν.
«Και τι γράφεις πάλι;», τον ρώτησε όταν κάθισαν στην κουζίνα και ρούφηξαν την πρώτη γουλιά καφέ. Κι εκείνος της απάντησε ότι αυτές οι μέρες του Δεκέμβρη είναι πολύ ενδιαφέρουσες αστρονομικά γιατί, εκτός από το χειμερινό ηλιοστάσιο, συμβαίνει και η σύνοδος του Κρόνου με τον Δία, η «Μεγάλη Σύζευξη», κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Κι ότι αυτό το πλησίασμα Κρόνου με τον Δία ίσως και να ήταν το άστρο της Βηθλεέμ που οδήγησε τους Μάγους στη φάτνη του Χριστού. Και της έλεγε, ακόμη, ότι τον απασχολεί το θέμα της πιο μεγάλης νύχτας του χρόνου, το χειμερινό ηλιοστάσιο, κι αυτές οι μέρες που την ακολουθούν. Και ότι μέσα στον χειμώνα, μετά τις 21/22 Δεκεμβρίου, η νύχτα μικραίνει, ενώ το καλοκαίρι, μετά τις 21 Ιουνίου, η νύχτα μεγαλώνει, ενώ έχουμε την αυταπάτη ότι τον χειμώνα μεγαλώνουν οι νύχτες, ενώ το καλοκαίρι μεγαλώνουν οι μέρες. Και ότι πρόσεξε στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν την εκτενή αναφορά του ήρωά του Χανς Κάστορπ στα δύο ηλιοστάσια. Του έκανε εντύπωση, της έλεγε, ρουφώντας τη δεύτερη γουλιά καφέ, ο συσχετισμός των ηλιοστασίων που επιχειρούσε ο Γερμανός νομπελίστας συγγραφέας με τον τρόπο που βιώνουμε υπαρξιακά εμείς οι άνθρωποι τον χρόνο. Της έλεγε για τον μυστηριώδη ρόλο που διαδραματίζουν τα άστρα στη ζωή μας, που τα μελετούσαν από την εποχή των Χαλδαίων της Μεσοποταμίας. Και της έλεγε ακόμη, «κάτσε να σου διαβάσω κάποιες σειρές να δεις τι ωραία που τα γράφει λες και μιλάει για μένα, για το όψιμο ενδιαφέρον μου για τα άστρα και τους πλανήτες, που δεν ξέρω κι εγώ πώς προέκυψε…». Και της διάβαζε και κάποιο σχετικό χωρίο από το Μαγικό Βουνό.
Κι εκείνη τον άκουγε, απολαμβάνοντας τον ήλιο να ζεσταίνει και να φωτίζει το πρόσωπό της. Τον άκουγε, αλλά είχε και τον νου της να κάνει τις απαραίτητες παρεμβάσεις για να τον αποσπάσει από τα ηλιοστάσια, τους Χαλδαίους, τον Τόμας Μαν και το Μαγικό Βουνό του, και να τον επαναφέρει στην παρούσα στιγμή του «πίνουμε μαζί καφέ στην ηλιόλουστη κουζίνα».
«Και δεν μου λες, πώς είναι ο καφές;», τον ρώτησε ως συνήθως. Κι εκείνος της απάντησε με την στερεότυπη απάντηση, ίδια εδώ και τόσα χρόνια, «εξαιρετικός ο καφές σου, όπως πάντα».
«Και γιατί βασανίζεσαι τώρα με αυτά τα πράγματα, αντί να ξεκουραστείς και να χαλαρώσεις; Τι σε βασανίζει πάλι με αυτά που γράφεις;», τον ξαναρώτησε εκείνη, ρίχνοντάς του ένα σωσίβιο μπας και τον βγάλει μέσα από την τρικυμισμένη θάλασσα των λογισμών του.
«Ο τίτλος και η πραγμάτευση του θέματος με βασανίζουν σ’ αυτό που γράφω. Νιώθω και το βλέπω ότι αυτά τα πράγματα, τα ουράνια, δεν αφορούν μόνο τους αστρονόμους αλλά και τη δική μας ζωή. Το χειμερινό ηλιοστάσιο μας αφορά, και η σύνοδος του Δία με τον Κρόνο και οι αστερισμοί, επίσης. Αλλά πώς να μιλήσω γι’ αυτά με προσωπικό τρόπο κι όχι ως αστρονόμος;», της απάντησε.
Κι εκείνη άνοιξε την κοσμηματοθήκη που περιεργαζόταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Γιατί, αυτό πρέπει να το πούμε, ότι αυτή διάβαζε τα κοσμήματά της με το ίδιο πάθος όπως αυτός διάβαζε τα βιβλία του. Άνοιξε την κοσμηματοθήκη κι έβγαλε δυο μικρά χρυσά σκουλαρίκια και τα φόρεσε τελετουργικά και ενώ τα φορούσε του έλεγε την ιστορία τους.
«Αυτά τα σκουλαρίκια τα φορούσε η μάνα μου μέχρι που πέθανε. Δεν τα έβγαλε ποτέ από τα αυτιά της. Της τα έδωσε η δική της μάνα, η γιαγιά μου η Ησαΐα. Δώρο ενός Τούρκου, Σουτλάσογλου τον έλεγαν, που την πήρε στην προστασία του όταν οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα της στον Πόντο. Αυτή η γιαγιά μου, η Ησαΐα, ήταν η αγαπημένη μου. Και να σκεφτείς δεν της άρεσε το όνομά της. Στα παιδιά της έλεγε να δώσουν άλλο όνομα γιατί το «Ησαΐα» δεν ήταν όμορφο. Αλλά αυτή όμως ήταν όμορφη. Πολύ όμορφη. Και να σκεφτείς εκείνα τα χρόνια ποτέ δεν φορούσε μαύρα. Δεν της άρεσαν καθόλου. Και δεν έδειχνε γριά όπως άλλες γιαγιάδες. Ήταν λυγερή, ψηλή, με πράσινα μάτια και μακριά μαλλιά μέχρι τη μέση, που τα έκανε δυο μακριές πλεξούδες και τις έφτιαχνε κότσο, μέχρι που πέθανε στα 69 της χρόνια. Πάντοτε τη θυμάμαι τη γιαγιά μου στο χωριό που πηγαίναμε τα καλοκαίρια. Λες και τη βλέπω, τώρα που σου την περιγράφω, να πηγαινοέρχεται ακούραστη, αεικίνητη και να φροντίζει εγγόνια, το σπίτι, τα ζώα, να ταΐζει τις γάτες της, όλες ξανθούλες, και τις κότες, όλες κοκκινούλες, που τρέχαν ξοπίσω της. Και να βρίσκει και λίγο χρόνο για μένα να μου φτιάχνει πάνινες κουκλίτσες. Η γλύκα αυτής της γιαγιάς και η ομορφιά της μου έχουν μείνει αξέχαστα…»
Κι ενώ τα έλεγε αυτά φορώντας αργά και τελετουργικά τα σκουλαρίκια, ο πρωινός ήλιος φώτιζε το πρόσωπό της. Τα δυο χρυσά σκουλαρίκια, πολυάκτινα αστέρια στα αυτάκια της, έλαμψαν στο χάδι του ήλιου, με τον τρόπο που ξέρει ο χρυσός να ανταποδίδει τη λάμψη που του χαρίζει ήλιος. Έλαμψαν στο φως του ήλιου τα σκουλαρίκια, και το πρόσωπό της φωτίστηκε. Έλαμψε κι αυτό. Και τα πράσινα μάτια της το ίδιο. Ένα φωτεινό πρόσωπο, δυο λαμπερά πράσινα μάτια, ανάμεσα σε δύο χρυσά πολυάκτινα αστεράκια. Μία σύνοδος. Μια «Μεγάλη Σύζευξη» σε ένα πρόσωπο. Όλα μαζί ένα υπέρλαμπρο άστρο, μια λάμψη, ένα στιγμιαίο κι εφήμερο αντικαθρέφτισμα του ήλιου.
«Και δεν μου λες, με τι μοιάζουν αυτά τα σκουλαρίκια;», τον ρώτησε, τινάζοντας το κεφάλι δεξιά αριστερά για να τα δει να κινούνται μαζί με τα μαλλιά της. «Με τι μοιάζουν αυτά τα σκουλαρίκια, μμμ; Πώς θα τα ονόμαζες; Έλα πες!»
«Μα είναι φανερό», της απάντησε. «Μοιάζουν με το άστρο των Χριστουγέννων. Το αστέρι της Βηθλεέμ. Το υπέρλαμπρο εκείνο διπλό σκουλαρίκι των Χριστουγέννων που είδαν οι Μάγοι στον έναστρο ουρανό και τους οδήγησε στη φάτνη. «Το σκουλαρίκι των Χριστουγέννων». Δεν μπορούμε να τα ονομάσουμε αλλιώς παρά μόνον έτσι».