«Όταν ο Νίτσε συνάντησε τον Σωκράτη…»: Ο Σωκράτης ως παιδαγωγός του Νίτσε
Α΄. Νίτσε – Σωκράτης: φανερές και υπόγειες διαδρομές
Στα Κατάλοιπα [Nachlaß] του Νίτσε, στις σημειώσεις δηλαδή που κρατούσε για να τις αξιοποιήσει στη συγγραφή έργων που σχεδίαζε, βρίσκουμε τέσσερις σειρές γραμμένες στα 1875 [σημείωση 146] που αναφέρονται στη θέση του Ομήρου εντός της αρχαίας ελληνικής ποιητικής παράδοσης αλλά και της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης γενικότερα. Προορίζονταν για τον Ανεπίκαιρο Στοχασμό με τίτλο «Εμείς οι φιλόλογοι!» που δε δημοσιεύτηκε ποτέ. Αντιγράφω: «Το μεγαλύτερο γεγονός εξακολουθεί να είναι πάντα ο πρώιμα πανελλήνιος Όμηρος . Όλα τα καλά πράγματα πηγάζουν απ’ αυτόν. κι όμως, την ίδια στιγμή, εξακολουθούσε να είναι το ισχυρότερο εμπόδιο για όλους. Έκανε κάθε άλλον ρηχό, κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα πραγματικά σοβαρά πνεύματα αγωνίστηκαν εναντίον του. Μάταια όμως. Ο Όμηρος νικούσε πάντα.»[1] Η προκλητική αυτή παρατήρηση για τη σχέση του Ομήρου με τους νεότερούς του ποιητές πιστεύω ότι θα μπορούσε να περιγράψει με νιτσεϊκό ύφος και τη σχέση του Σωκράτη με τους μεταγενέστερους φιλοσόφους.
Πράγματι, αν ο Νίτσε ξεπερνούσε τον εαυτό του και οδηγούσε το νυστέρι της αυτοκριτικής του μέχρι το κόκαλο, θα ομολογούσε ότι η κύρια αιτία που βλέπει τον Σωκράτη ως το μόνιμο πρόβλημά του είναι η ίδια ακριβώς με την αιτία που προκαλούσε αμηχανία στους μεταγενέστερους ποιητές ο Όμηρος. Για τον Νίτσε, που επιδίωκε να μείνει αλησμόνητος για τον προσωπικό φιλοσοφικό του λόγο και φρόντισε με κάθε τρόπο, ώστε η ατομικότητά του ως φιλοσόφου της τέχνης του βίου να μην μπορεί να γίνει πρότυπο μίμησης για κανέναν, ο Σωκράτης αποτελούσε πραγματικά το ισχυρότερο εμπόδιο. Γι’ αυτό άλλωστε και η αμφιθυμία του απέναντί του, που κυμαίνεται από τον θαυμασμό έως το μίσος. Ο Νίτσε διαισθανόταν ότι στην προσπάθειά του να διαπλάσει την προσωπικότητά του κατά τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο είχε απέναντί του την αινιγματική μορφή του Σωκράτη, ο οποίος έκανε κάθε άλλον φιλόσοφο της τέχνης του βίου ρηχό, κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ένα τόσο σοβαρό πνεύμα, όπως ο Νίτσε, αγωνίστηκε εναντίον του. Όμως, έχω την αίσθηση, ότι αν και ο Σωκράτης νικούσε πάντα σ’ αυτόν τον αγώνα, στην περίπτωση του Νίτσε επρόκειτο για μια νίκη που ωφελούσε εξίσου, αν όχι περισσότερο, τον ηττημένο. Διότι, όπως θα επιχειρήσω να δείξω στη συνέχεια, η σφοδρή επίθεση του Νίτσε εναντίον του Σωκράτη δεν ακυρώνει καθόλου τον παιδαγωγικό ρόλο που άσκησαν ο λόγος και οι σιωπές του αινιγματικού αρχαίου φιλοσόφου στον νιτσεϊκό στοχασμό. Άλλωστε, ακολουθώντας υποδείξεις του ίδιου του Νίτσε, μια τόσο παθιασμένη προσωπική επίθεση δεν εξαντλείται στην ορατή για όλους επιφάνεια της θορυβώδους πολεμικής. Όταν μαίνεται ο πόλεμος – και η φιλοσοφία για τον Νίτσε είναι πόλεμος – το πεδίο της μάχης μας δείχνει μόνον την επιφάνεια, ενώ κρατά καλά κρυμμένο το βάθος που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Το πάθος του Νίτσε εναντίον του Σωκράτη, ενδέχεται να συγκαλύπτει την αίσθηση μιας βαθύτατης συγγένειας. «Ο Σωκράτης, για να το ομολογήσω έτσι απλά και καθαρά, βρίσκεται τόσο κοντά μου, που σχεδόν στέκομαι σε θέση μάχης εναντίον του» [Socrates, um es nur zu bekennen, steht mir so nahe, dass ich fast immer einen Kampf mit ihm kämpfte], διαβάζουμε σε δύο σειρές από τις σημειώσεις του έτους 1875 (8: 6[3])[2] . Κατά συνέπεια επρόκειτο για μια συγγένεια απωθημένη, αν και όχι ανομολόγητη, αλλά οπωσδήποτε απειλητική για αυτό που ήταν το ζητούμενο για τον Νίτσε: να γίνει ως φιλόσοφος της τέχνης του βίου αυτός που είναι χωρίς να μιμηθεί κανέναν. Να γίνει ο εαυτός του! «Η επίδραση του σωκρατικού παραδείγματος στη σκέψη του Νίτσε / Ο Σωκράτης ως παιδαγωγός του Νίτσε», αυτό λοιπόν θα είναι το θέμα που θα πραγματευτώ στη συνέχεια, διερευνώντας τις φανερές και υπόγειες διαδρομές αυτής της σχέσης, αφού όμως πρώτα παρουσιάσω συνοπτικά τα βασικά σημεία της φανερής νιτσεϊκής πολεμικής εναντίον του Σωκράτη.
Β΄. Η νιτσεϊκή πολεμική εναντίον του Σωκράτη
Πολύ νωρίς απασχολεί τον Νίτσε ο Σωκράτης. Ήδη στα 1870 σε διάλεξη που δίνει στη Βασιλεία με θέμα «Ο Σωκράτης και η τραγωδία»[3] συλλαμβάνει το πρόβλημα του Σωκράτη ως πρόβλημα σύγκρουσης επιστήμης και τέχνης, λογικής και ενστίκτου, της απολλώνιας διαύγειας και της διονυσιακής τραγικής κοσμοθεώρησης. Ο Σωκράτης, φυσικά, γίνεται το κατεξοχήν νιτσεϊκό σύμβολο του ορθολογισμού που διαλύει τους μύθους με όπλο του τη διαλεκτική, η οποία πρέπει να παρέχει ένα λόγο σε καθετί που γίνεται.
Παρακολουθώντας τη σκέψη του Νίτσε από τη Γέννηση της Τραγωδίας (1871) μέχρι και το Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος), το τελευταίο έργο που έγραψε στα 1888, θα μπορούσαμε εξαιρετικά απλουστευτικά να συνοψίσουμε τη νιτσεϊκή κριτική του «παρακμιακού» Σωκράτη στα παρακάτω σημεία: Πρώτο σύμπτωμα «παρακμής», η έμφαση που έδωσε ο Σωκράτης στην αξία της ορθολογικότητας και στη διαλεκτική κατέστρεψε το ένστικτο. Το ένστικτο για τον Νίτσε είναι κάτι που μαθαίνεται και οδηγεί στο τέλος σε δράση, για την οποία δεν είναι αναγκαία η εκ των προτέρων συνειδητοποίηση ούτε των καλών προθέσεων ούτε των καλών σκοπών. Αυτή η μη συνειδητότητα ανήκει στη σφαίρα της τελειότητας. Το ένστικτο θεωρείται από τον Νίτσε ότι εκφράζει την αρμονία μεταξύ των διαφόρων ορμών, αρμονία που οδηγεί αβίαστα στην εκδίπλωση της δημιουργικότητας του ατόμου χωρίς να απαιτείται η καθυπόταξη όλων αυτών των αντίθετων χαρισμάτων και επιθυμιών κάτω από ένα ζυγό. Στην περίπτωση του Σωκράτη όμως η υπερτροφική λογική του είναι ένας τρόπος να ελέγχει και να καθυποτάσσει με τη βία το χάος των ορμών του, την εσωτερική αναρχία των ενστίκτων του. Πρόκειται για την επιβολή μιας αρετής (της λογικής) έναντι των υπολοίπων, και μια τέτοια επιβολή ανατρέπει κατά τον Νίτσε την κλασική αρχή της ισορροπίας και δημιουργεί ένα ηθικό τέρας.
Η τυραννική ορθολογικότητα σχετίζεται με το δεύτερο σύμπτωμα της παρακμής που διακρίνει ο Νίτσε στον Σωκράτη: τη δογματική ηθική του. Εφόσον η ορθολογικότητα αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό μας και δικαιολογεί τις ανθρώπινες πράξεις με την επίκληση λόγων και ηθικών αρχών, τότε αυτό σημαίνει πως η ηθική έχει για μας δεσμευτικό, καθολικό χαρακτήρα. Κατά τον Νίτσε, είναι δογματική η ηθική του Σωκράτη στο βαθμό που αποβλέπει σε έναν κώδικα συμπεριφοράς προς τον οποίο θα πρέπει να συμμορφώνονται όλοι οι άνθρωποι.
Τέλος, η πολεμική του Νίτσε κατά του Σωκράτη κορυφώνεται με την κατηγορία ότι ο τελευταίος με όπλα του την ορθολογικότητα και την ηθική κατέστρεψε την τραγική κοσμοαντίληψη των Ελλήνων. Ο θάνατος της τραγωδίας αποτελεί για τον Νίτσε έκφραση του αισθητικού σωκρατισμού. Ο ηθικός σωκρατισμός ταυτίζει την αρετή με τη γνώση. Ο αισθητικός σωκρατισμός συντρίβει την ομορφιά χάρη της κατανοησιμότητας. Ο Σωκράτης, κατά τον Νίτσε, αρνείται την τραγική ανορθολογική παράδοση των Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία η γνώση και η αρετή δεν εγγυώνται την επιτυχία και την ευτυχία, και ότι, αντιθέτως, η γνώση και η αρετή μπορούν να επιφέρουν την καταστροφή του ήρωα (Η Γέννηση της Τραγωδίας, Κεφ. 14ο)[4]. Στη θέση της τραγωδίας τοποθετεί ο Σωκράτης τη διαλεκτική. Η σωκρατική διαλεκτική στηρίζεται στην πίστη πως πρέπει να υπάρχει ένας λόγος, μια ορατή σύνδεση ανάμεσα στην αρετή και τη γνώση, την πίστη και την ηθικότητα. Ως αρχέτυπο του θεωρητικού οπτιμιστή θεωρεί ο Νίτσε τον Σωκράτη, γιατί μέσα από την πίστη του ότι μπορούμε να συλλάβουμε τη φύση των πραγμάτων, αποδίδει στη γνώση και την έλλογη έμπνευση τη δύναμη της πανάκειας, ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται το σφάλμα ως το κατεξοχήν κακό (Η Γέννηση της Τραγωδίας, Κεφ. 15ο)[5] .
Είναι εύκολο να διακρίνει κανείς στη νιτσεϊκή επίθεση κατά του Σωκράτη την κριτική του Νίτσε στη νεωτερικότητα. Η διάγνωση των συμπτωμάτων της αρρώστιας του Σωκράτη αποτελεί και διάγνωση των συμπτωμάτων της αρρώστιας από την οποία πάσχει η εποχή της νεωτερικότητας: νοσηρή υπερτροφία της ορθολογικότητας, ηθικός δογματισμός, καταστροφή του μύθου. Κατά τον Νίτσε, ο Σωκράτης απέτυχε ως γιατρός να θεραπεύσει την αρρώστια του πολιτισμού, γιατί και ο ίδιος ήταν άρρωστος. «Ο Σωκράτης ήταν εχθρός της ζωής», κατά τη νιτσεϊκή ετυμηγορία.
Μετά από αυτή την εμπαθή, και για πολλούς άδικη νιτσεϊκή πολεμική κατά του Σωκράτη, εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος πώς είναι δυνατόν να θεωρούμε τον Σωκράτη «παιδαγωγό» του Νίτσε. Είναι δυνατόν ένας μαθητής να δείχνει τέτοια αγνωμοσύνη απέναντι στο δάσκαλό του; Τέτοια εγγύτητα και ανταγωνιστικότητα ως προς τη στόχευση μαθητή και δασκάλου, αλλά και ένα τέτοιο παράδοξο «ερωτικό μίσος» του μαθητή προς τον δάσκαλό του προκαλεί σε μας τουλάχιστον αμηχανία. Η αμφίσημη στάση του Νίτσε απέναντι στον Σωκράτη έχει φυσικά να κάνει με την ατοπία του τελευταίου . Αυτή η ατοπία του λογοτεχνικού (πλατωνικού και ξενοφώντειου στην ουσία) Σωκράτη, ο αλλόκοτος (ἄτοπος) χαρακτήρας του μεγάλου ειρωνευτή που αφιερώθηκε στη διάπλαση του εαυτού, προβληματίζει τον Νίτσε τόσο, ώστε το αποτέλεσμα ήταν να προσθέσει ακόμη μια ψυχή στις τρεις που διέκρινε ο ίδιος στον Σωκράτη. Σε μια σημείωσή του από τα Κατάλοιπα 1884-1885 ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι η μαγεία του Σωκράτη εντοπίζεται στο ότι είχε «μια ψυχή, και άλλη μια πίσω από αυτήν, κι ακόμη μια πιο πίσω»[6]. Ο Ξενοφών, παρατηρεί ο Νίτσε, «πέφτει να κοιμηθεί» στην πρώτη ψυχή του Σωκράτη, ο Πλάτων στη δεύτερη, και στην τρίτη και πάλι ο Πλάτων, αλλά με τη δική του δεύτερη ψυχή. Σ’ αυτές τις ψυχές του Σωκράτη θα πρέπει να προσθέσουμε και την ψυχή του Νίτσε. Με αυτήν την τελευταία ψυχή ο Σωκράτης γίνεται δάσκαλος του Νίτσε στο δρόμο του τελευταίου για τη διάπλαση του εαυτού του ως φιλοσοφούντος υποκειμένου.
Γ΄. Η φιλοσοφία ως επιμέλεια του εαυτού και ως τέχνη του βίου[7]
Τι διδάσκει ο Σωκράτης στον Νίτσε; Το ερώτημα για να απαντηθεί πρέπει να επαναδιατυπωθεί ως εξής: Πώς διαβάζει ο Νίτσε τα σωκρατικά κείμενα; Αναφέρομαι στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας όπου κάνει την εμφάνισή του ο Σωκράτης. Και για να είμαι πιο σαφής, πώς διαβάζει o Nίτσε τον Πλάτωνα, την κατεξοχήν φιλολογική μαρτυρία για τον φιλόσοφο Σωκράτη; Ο Σωκράτης της Απολογίας, ο Σωκράτης του Συμποσίου και ο θνήσκων Σωκράτης του Φαίδωνα θα αποτελέσουν για μας παραδειγματικά πλατωνικά κείμενα στα οποία ο Νίτσε θέτει ερωτήσεις θεμελιώδεις για τη φιλοσοφία του.
Ας αρχίσουμε πρώτα με την πλατωνική Απολογία του Σωκράτη (γράφτηκε στα 397-396 π.Χ.). Εκεί ο Σωκράτης εμφανίζεται ενώπιον του αθηναϊκού δικαστηρίου επιδιώκοντας όχι να γλιτώσει τη ζωή του, αλλά να αφήσει ζωντανή τη μαρτυρία του γι’ αυτήν. Στην Απολογία ο Πλάτωνας δεν προσπαθεί, σε αντίθεση με έργα του της μέσης περιόδου[8], να εξηγήσει γιατί και πώς ο Σωκράτης έγινε αυτό που είναι. Δεν προσπαθεί να λύσει τον γρίφο της αρετής του Σωκράτη, περισσότερο μας μεταφέρει την εντύπωση που του προκάλεσε η αινιγματική φυσιογνωμία εκείνου του φιλοσόφου ο οποίος, ενώ ζούσε ενάρετα, ομολογούσε ότι δε γνώριζε ούτε τι είναι η αρετή ούτε πώς την αποκτά κανείς. Ο Σωκράτης της πλατωνικής Απολογίας, όχι μόνο δεν περνά απαρατήρητος από τον Νίτσε, αλλά λειτουργεί ως πρότυπο για τον τρίτο από τους Ανεπίκαιρους Στοχασμούς που φέρει τον τίτλο: «Ο Σοπενάουερ ως παιδαγωγός». Ο ίδιος ο Νίτσε μας δίνει έναν οδηγό ανάγνωσης αυτού του έργου του. Δηλώνει ότι, όπως ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε τον Σωκράτη σαν μια σημειωτική για τον ίδιο τον Πλάτωνα, έτσι και εκείνος χρησιμοποιεί τον Σοπενάουερ ως τη δική του μάσκα . Αυτός που μιλάει είναι ο Νίτσε ως παιδαγωγός και όχι ο Σοπενάουερ.
Στην πλατωνική Απολογία εμφανίζεται ο φιλόσοφος Σωκράτης ως παιδαγωγός του αθηναϊκού λαού. Ο ίδιος ο Σωκράτης ομολογεί ενώπιον των δικαστών του ότι εκπληρώνει θεϊκή αποστολή, ελέγχοντας κάθε Αθηναίο. Δεν επιδίωξε την ήσυχη ζωή. Δεν φρόντισε, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, να αποχτήσει χρήματα και δημόσια αξιώματα. Ούτε ρήτορας ούτε στρατηγός επιδίωξε να γίνει. Δεν εντάχθηκε σε κάποιο κόμμα ή φατρία, δεν συνήψε πολιτικές συμμαχίες και δεν απευθύνθηκε στους Αθηναίους ως πλήθος, αλλά πρόσφερε τη μέγιστη ευεργεσία σε καθένα χωριστά ως άτομο. «Πλησίαζα τον καθένα χωριστά», μας λέει ο Σωκράτης στην Απολογία, «και προσπαθούσα να τον πείσω να μη φροντίσει για καμιά άλλη υπόθεσή του πριν φροντίσει τον εαυτό του, πώς θα γίνει καλύτερος και πιο συνετός. Ούτε πάλι να φροντίζει για τις υποθέσεις της πόλης, αλλά για την ίδια την πόλη. Και για όλα τα άλλα μ’ αυτόν τον τρόπο να φροντίζει» (Απολογία, 36,b-c).
Ο Σωκράτης της Απολογίας έχει επίγνωση ότι διαφέρει από τους άλλους. Αυτό πιστεύει άλλωστε και η «κοινή γνώμη» της Αθήνας. «Δε θα δημιουργούσες τέτοια φήμη, εάν δεν έκανες πράγματα που οι πολλοί δεν κάνουν» (εἰ μή ἔπραττες ἀλλοῖον ἤ οἱ πολλοί). Αυτό θα μπορούσε να το ακούσει ακόμη και από τον πιο καλόπιστο Αθηναίο. Αλλόκοτος άνθρωπος, στα αλήθεια, ο Σωκράτης για τους πολλούς. Περιφέρεται στην αγορά της Αθήνας και υποβάλλει σε δημόσιο έλεγχο τους θεωρούμενους σοφούς: πολιτικούς, ποιητές, τεχνίτες. Προσπαθεί να εξακριβώσει τι θέλει να πει ο δελφικός χρησμός, σύμφωνα με τον οποίο ο Σωκράτης είναι σοφότερος από όλους στην Αθήνα. Στο τέλος καταλαβαίνει το νόημα: η σοφία του έγκειται στην επίγνωση της αγνοίας του, αντίθετα από πολλούς άλλους που πιστεύουν ότι είναι σοφοί σε κάτι, ενώ στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν τίποτε γι’ αυτό. Καταλαβαίνει, ακόμη, ότι προσφέρει υπηρεσία στον θεό και στην πόλη, ελέγχοντας την άγνοια των συμπολιτών του. Αντιλαμβάνεται όμως ότι γίνεται απεχθής στους ελεγχόμενους συμπολίτες του. Και λυπάται και φοβάται που γίνεται μισητός, ωστόσο βλέπει την αποστολή του ως αναπόδραστη ανάγκη υπηρεσίας προς τον θεό, προκειμένου να εξακριβώσει τι θέλει να πει ο χρησμός («…αἰσθανόμενος μέν καί λυπούμενος και δεδιώς ὅτι ἀπηχθανόμην, ὅμως ἀναγκαῖον ἐδόκει εἶναι τό τοῦ θεοῦ περί πλείστου ποιεῖσθαι –ἰτέον οὖν, σκοποῦντι τόν χρησμόν τί λέγει, ἐπί ἅπαντας τούς τι δοκοῦντας εἰδέναι.», Απολογία, 22e).
Αν και βέβαιος ότι στο τέλος η εχθρότητα των πολλών, οι συκοφαντίες και ο φθόνος θα τον καταστρέψουν, μένει προκλητικά ο εαυτός του, θυσιάζοντας τη ζωή του. Ο ίδιος προκαλεί τους δικαστές του. Τους λέει, λοιπόν, πως, αν αυτοί του χάριζαν τη ζωή και για αντάλλαγμα του ζητούσαν να πάψει να ελέγχει τους συμπολίτες του και να περνά τη ζωή του φιλοσοφώντας, αυτός θα τους απαντούσε με τα εξής λόγια: «Εγώ, Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω στον θεό κι όχι σε σας, και όσο αναπνέω και μπορώ, δε θα πάψω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω και να νουθετώ οποιονδήποτε από σας τυχαίνει κάθε φορά να συναντώ, λέγοντάς του αυτά ακριβώς που συνήθιζα να λέω, ότι : Πώς εσύ, αγαπητέ μου, όντας Αθηναίος, πολίτης της πιο μεγάλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλης, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για τα χρήματα, πώς θα αποκτήσεις περισσότερα, και για τη δόξα και τις τιμές, και να μην ενδιαφέρεσαι ούτε να νοιάζεσαι για τη φρόνηση, την αλήθεια και την ψυχή σου; Και αν κάποιος από σας αμφισβητεί τα λόγια μου και πει ότι φροντίζει και γι’ αυτά, δεν θα τον αφήσω αμέσως ούτε θα φύγω, αλλά θα του υποβάλω ερωτήσεις και θα τον εξετάσω και θα τον ελέγξω, και αν μου φανεί ότι δεν κατέχει την αρετή, παρόλο που ισχυρίζεται το αντίθετο, θα τον επιπλήξω που νοιάζεται τόσο λίγο για τα πιο σημαντικά και τόσο πολύ για τα πιο ασήμαντα…» [Απολογία, 29d].
Η επιμέλεια του εαυτού και η περιφρόνηση του θανάτου, η ειλικρίνεια με κάθε κόστος, η φιλοσοφία ως τέχνη του βίου και όχι ως ακαδημαϊκή γνώση υπό την αιγίδα ενός κράτους, η αποστολή του φιλοσόφου ως παιδαγωγού της κοινωνίας του και η θυσία του γι’ αυτήν συνθέτουν για τον Νίτσε τη φυσιογνωμία του φιλοσοφικού του ιδεώδους. Για πρώτη φορά αυτά τα γνωρίσματα τα συνάντησε στη μορφή του Σωκράτη. Και ο Σωκράτης για τον Νίτσε εγκαινιάζει στη φιλοσοφία το πρότυπο της φιλοσοφικής ανδρείας που πήρε τη θέση του παλαιότερου ελληνικού προτύπου της πολεμικής ανδρείας. Στο εξής ο Σωκράτης γίνεται για τους Έλληνες ο νέος Αχιλλέας. Πρόκειται για μια ριζική ανασημασιοδότηση του ελληνικού ηρωισμού: ο φιλόσοφος στη θέση του πολεμιστή.
Αυτά τα ίδια γνωρίσματα του Σωκράτη της πλατωνικής Απολογίας τα συναντούμε στην περιγραφή του ιδανικού φιλοσόφου – παιδαγωγού που επιχειρεί ο Νίτσε στο 4ο Κεφάλαιο του 3ου από τους Ανεπίκαιρους Στοχασμούς του. Διαβάζουμε, λοιπόν, στον «Σοπενάουερ ως παιδαγωγό», για το σοπεναουρικό τύπο ανθρώπου, ουσιαστικά δηλαδή για το φιλοσοφικό ιδεώδες του Νίτσε: «Ο άνθρωπος του Σοπενάουερ αναλαμβάνει το εθελοντικό πάθος της ειλικρίνειας, και το πάθος αυτό του χρησιμεύει , για να σκοτώσει την οικεία του θέληση, και για να προετοιμάσει εκείνη την πλήρη επανάσταση και αναστάτωση της ύπαρξής του, στην πορεία προς την οποία, βρίσκεται το αυθεντικό νόημα της ζωής. […] Γι’ αυτό, ο ειλικρινής αισθάνεται το νόημα της δραστηριότητάς του ως μεταφυσικό, ερμηνευμένο από νόμους μιας άλλης και υψηλότερης ζωής, και, με τη βαθύτερη έννοια, καταφάσκον: τόσο πιο πολύ επίσης, όλα όσα κάνει, φαίνονται ως μια καταστροφή και θραύση των νόμων ετούτης της ζωής. […] Βέβαια, με την ανδρεία του, εκμηδενίζει την επίγεια ευτυχία του . ακόμα και με τους ανθρώπους τους οποίους αγαπάει, με τους θεσμούς από τους κόλπους των οποίων γεννήθηκε, πρέπει να είναι εχθρικός . δεν πρέπει να προστατεύει ούτε ανθρώπους ούτε πράγματα, αν υποφέρει για την πληγή τους το ίδιο μ’ αυτά. θα παραγνωριστεί και, για πολύ, θα τον θεωρούν σύμμαχο δυνάμεων τις οποίες απεχθάνεται . για τα ανθρώπινα μέτρα της φρόνησής του, θα πρέπει να ’ναι άδικος σε κάθε προσπάθεια για δικαιοσύνη: μπορεί, όμως, να ενθαρρύνει και να παρηγορεί τον εαυτό του με τα λόγια, τα οποία ο Σοπενάουερ, ο μεγάλος του παιδαγωγός, χρησιμοποίησε κάποτε: «Μια ζωή ευτυχισμένη είναι αδύνατη: το ύψιστο, που μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος, είναι μια ηρωική σταδιοδρομία. Μια τέτοια έχει αυτός, ο οποίος, με κάποιο τρόπο και σε κάποια σοβαρή υπόθεση, μάχεται με υπερβολικές δυσκολίες για το καλό όλων, και στο τέλος νικάει: νίκη για την οποία, όμως, θ’ ανταμειφθεί άσχημα ή καθόλου…»[9].
Στον Σωκράτη βρίσκει ο Νίτσε το αρχέτυπο του φιλοσόφου που γνωρίζει ότι παραβιάζοντας τις κοινωνικές συμβάσεις η ζωή του γίνεται άβολη, ωστόσο επιλέγει να ζήσει διαφορετικά από τους πολλούς, γιατί μόνο έτσι βρίσκει τον εαυτό, μόνο έτσι ζει πραγματικά τη μοναδική ζωή του. Γράφει σχετικά στη συνέχεια του ίδιου Κεφαλαίου : «[…] όλοι, πράγματι, οι κανονισμοί του ανθρώπου διαμορφώθηκαν έτσι, ώστε, σε μια κατάσταση διαρκούς διάχυσης των φροντίδων, να μη γίνεται αισθητή η ζωή. Γιατί αυτός θέλει τόσο επίμονα το αντίθετο, δηλαδή, ακριβώς, να νιώθει τη ζωή, που σημαίνει να υποφέρει στη ζωή; Επειδή καταλαβαίνει ότι θέλουν να τον εξαπατήσουν με τίμημα τον ίδιο του τον εαυτό, και ότι υπάρχει ένα είδος συμφωνίας, να τον απομακρύνουν απ’ τη σπηλιά του. Στο σημείο αυτό αντιστέκεται, τεντώνει τα αυτιά του και αποφασίζει: «θέλω να παραμείνω δικός μου!». Πρόκειται για μια τρομερή απόφαση. αυτό καταλαβαίνει, σιγά – σιγά, στην αρχή. Κατόπιν, τώρα, πρέπει να καταδυθεί στο βάθος της ύπαρξης, με μια σειρά ασυνήθιστες ερωτήσεις στα χείλη: γιατί ζω; ποιο μάθημα πρέπει να μάθω απ’ τη ζωή; πώς έχω γίνει έτσι όπως είμαι, και για ποιο λόγο πάσχω, λοιπόν, απ’ αυτόν τον τρόπο ύπαρξης; Βασανίζεται: και βλέπει πως κανένας δε βασανίζεται έτσι, πως, μάλλον, τα χέρια των συνανθρώπων του είναι με πάθος τεντωμένα προς τα φανταστικά συμβάντα, τα οποία παρουσιάζει το πολιτικό θέατρο, ή πως αυτοί οι ίδιοι, με εκατό μάσκες, ως νέοι, άντρες, γέροντες, πατεράδες, πολίτες, ιερείς, υπάλληλοι, έμποροι, υπερηφανεύονται, δραστήριοι στην κοινή τους κωμωδία, και δίχως καθόλου να ΄χουν σκεφτεί τον εαυτό τους…»[10]
Ο «ηρωισμός της ειλικρίνειας» χαρακτηρίζει για τον Νίτσε τον πραγματικό φιλόσοφο, όπως άλλωστε χαρακτήριζε και τον Σωκράτη. Ο Σωκράτης έταξε ως αποστολή του ορισμένη από το θεό να ζει φιλοσοφώντας και να εξετάζει αδιάλειπτα τον εαυτό του και τους άλλους, αποκαλύπτοντας το ψέμα όπου το συναντούσε. Και ο «ηρωικός άνθρωπος» του Νίτσε, περιφρονεί αν περνάει καλά ή άσχημα και επιλέγει να ζήσει μια δύσκολη ζωή, ξεσκεπάζοντας το ψέμα. Και τότε μπορεί να συμβεί σ’ αυτόν ένα θαύμα που το περιγράφει ως εξής ο Νίτσε: «Οι αρχαίοι στοχαστές έψαχναν μ’ όλες τις δυνάμεις τους την ευτυχία και την αλήθεια –και ποτέ δεν οφείλει κάποιος να βρει αυτό που πρέπει να ψάξει, ηχεί η κακή αρχή της φύσης. Όποιος, όμως, σ’ όλα ψάχνει για το ψέμα και εκούσια έχει συντροφιά του τη δυστυχία, σ’ αυτόν, ίσως, θα συμβεί ένα άλλο θαύμα της απογοήτευσης: τον πλησιάζει κάτι απερίγραπτο, που, ευτυχία και αλήθεια, είναι όμοιες με είδωλα απομιμήσεις του και τίποτε άλλο . η γη χάνει τη βαρύτητά της, τα συμβάντα και οι εξουσίες της γης γίνονται ονειρώδη . όπως τα βράδια του καλοκαιριού, γύρω του διαχέεται δύναμη μεταμόρφωσης…» [11]
Δ΄. Τα προσωπεία του Σωκράτη στο πλατωνικό Συμπόσιο και οι αντανακλάσεις τους στη σκέψη του Νίτσε
Αν ο Σωκράτης της Απολογίας οδηγεί τον Νίτσε στη σύλληψη της φιλοσοφίας ως τέχνης του βίου, ως ψυχής επιμέλεια και αγώνισμα αυτογνωσίας, ο Σωκράτης του πλατωνικού Συμποσίου ανοίγει άλλες προοπτικές στον νιτσεϊκό φιλοσοφικό στοχασμό. Τα προσωπεία του Σιληνού, του Έρωτα και του Διόνυσου, που φιλοτεχνεί ο Πλάτωνας για τον άτοπο Σωκράτη του Συμποσίου, προσφέρονται στην ερμηνευτική ευαισθησία του Νίτσε. Και ο Νίτσε βλέπει πίσω από αυτά δρόμους που τον οδηγούν στην έκφραση της προσωπικής του μαρτυρίας για τη φιλοσοφία. Πρόκειται ουσιαστικά για μια φιλοσοφική μαρτυρία πάνω στο υπαρξιακό του δράμα.
Ας αρχίσουμε πάλι από τον Πλάτωνα. Μέσα στην εορταστική ατμόσφαιρα του Συμποσίου εκφωνούνται λόγοι για τον έρωτα. Ο Φαίδρος, ο Παυσανίας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης και ο τραγικός ποιητής Αγάθων αγορεύουν ενώπιον της ευδιάθετης παρέας των συμποσιαστών. Έρχεται και η σειρά του Σωκράτη. Δεν εκφωνεί όμως δικό του λόγο για τον Έρωτα, αλλά αφηγείται τη συνομιλία του με τη Διοτίμα, η οποία του διηγήθηκε τον σχετικό με τη γέννηση του Έρωτα μύθο. Γιος του Πόρου και της Πενίας ο Έρως έχει χαρακτηριστικά και από τους δύο γονείς του. Σε καμία περίπτωση αυτός ο Έρως δεν ταυτίζεται με την εξιδανικευμένη εικόνα ενός όμορφου, νέου και αυτάρκους θεού. Δεν είναι, άλλωστε, θεός, σύμφωνα με τη Διοτίμα. Και αυτός αλλόκοτος, «ἄτοπος», όπως ο Σωκράτης, ανήκει στη χώρα του «μεταξύ». Ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά δαίμων. Ούτε «σοφός» ούτε «ἀμαθής» (ανόητος δηλαδή), αλλά «φιλόσοφος». Καθώς περιγράφει ο Πλάτωνας μέσω της Διοτίμας τον Έρωτα, βλέπουμε μπροστά μας τη μορφή του Σωκράτη. Αιώνια φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος. Σε αντίθεση με τη γνώμη των πολλών, ο Έρωτας περιφέρεται τραχύς, απεριποίητος, ξυπόλυτος και άστεγος. Πλαγιάζει πάντοτε χάμω και χωρίς στρώματα. Μόνιμη συντροφιά του η στέρηση, κληρονομιά από τη μητέρα του, την Πενία. Αλλά και από τον πατέρα του, τον Πόρο, έχει κληρονομήσει γνωρίσματα που τον κάνουν ακαταμάχητο: παγιδευτής πανούργος των ωραίων και των εκλεκτών, γενναίος, ριψοκίνδυνος και επινοητικός. Φοβερός κυνηγός και τρομερός γητευτής που ξέρει να μαγεύει με τα λόγια. Ποτέ δεν είναι ούτε τελείως άπορος ούτε όμως και πλούσιος. Βρίσκεται πάντα «μεταξύ», στη χώρα της «ατοπίας». Αυτή άλλωστε είναι η χώρα του πλατωνικού Σωκράτη, αλλά και η πατρίδα του φιλοσόφου, κατά τον Πλάτωνα.
Ο Έρως – Σωκράτης είναι ο πόθος για τη σοφία. Η διαρκής αναζήτηση και όχι η οικοδόμηση ενός φιλοσοφικού συστήματος. Ο Έρως – Σωκράτης δεν κάνει τους άλλους σοφούς, αφού ο ίδιος δε γνωρίζει τίποτε. Ωστόσο, πετυχαίνει κάτι που είναι καθοριστικό για τη ζωή τους: τους αλλάζει. Ο Έρως ως ένα από τα προσωπεία του πλατωνικού Σωκράτη. Ο πλατωνικός Σωκράτης ως προσωπείο του φιλοσόφου – παιδαγωγού που διαλέγεται με τους «ἐταίρους», τους φίλους, δηλαδή, όχι για να τους διδάξει την αλήθειά του, αλλά για να τους οδηγήσει στην ερώτηση, την αμφιβολία και τέλος στην προσωπική αναζήτηση, την «επιμέλεια του εαυτού».
Στην αρχή του πλατωνικού Συμποσίου και ενώ εδώ και ώρα έχουν προσέλθει και έχουν πάρει θέση στα ανάκλιντρά τους οι συμποσιαστές, ο Σωκράτης δεν εμφανίζεται. Τον αναζητούν. Ο δούλος, που βγήκε έξω για να τον βρει και να τον φέρει στο σπίτι, επιστρέφει άπρακτος. «Ο Σωκράτης σας στέκεται ακίνητος στο πρόθυρο του γειτονικού σπιτιού βυθισμένος στις σκέψεις του και δεν ακούει το κάλεσμά μου», τους λέει έκπληκτος από το αλλόκοτο θέαμα. Ύστερα από αρκετή ώρα και ενώ βρίσκονται στη μέση του δείπνου εμφανίζεται ο Σωκράτης. Ο Αγάθων του ζητά να καθίσει δίπλα του για να τον αγγίξει και έτσι να γίνει και ο ίδιος κοινωνός της σοφής του έμπνευσης, αυτής που τον κράτησε τόση ώρα μακριά τους βυθισμένο στη σιωπηλή του έκσταση. «Ωραία θα ήταν Αγάθωνα», λέει ο Σωκράτης, «να μπορούσε να μεταγγιστεί η σοφία από τον έναν στον άλλο όπως το νερό από το γεμάτο στο άδειο ποτήρι. Αν ήταν έτσι, θα είχα πολύ περισσότερα να κερδίσω εγώ από σένα, γιατί η δική μου σοφία πρέπει να είναι μικρής αξίας ή και αμφίβολη σαν όνειρο». («ἡ μέν γάρ ἐμή φαύλη τίς ἄν εἴη ἤ και ἀμφισβητήσιμος ὥσπερ ὄναρ οὖσα», Συμπόσιο, 175,3) . Εκείνος ο φιλόσοφος που αγάπησε τόσο πολύ τον λόγο, είχε βαθιά συνείδηση της ανεπάρκειας του λόγου να εκφράσει τη μοναδική υπαρξιακή εμπειρία, γι’ αυτό χρησιμοποιούσε ως μέσο έκφρασης την ειρωνεία. Πολύ εύστοχα το πρόσεξε αυτό ο Νίτσε: «Έχω την αίσθηση ότι ο Σωκράτης ήταν βαθύς –η ειρωνεία του εξέφραζε προπάντων την ανάγκη του να εμφανίζεται επιφανειακός, για να μπορεί να διατηρεί τη σχέση του με τους ανθρώπους.» (Κατάλοιπα, Απρίλιος – Ιούνιος 1885, σημείωση 34 [148])[12].
Η φιλοσοφία ως προσωπική αναζήτηση και όχι ως σύστημα. Η φιλοσοφία ως ριψοκίνδυνος έρωτας για τη σοφία και όχι ως θησαυρισμένη γνώση που προσφέρεται παθητικά σε μαθητές που επιζητούν την ασφάλεια. Αυτή είναι η φιλοσοφία που ενσαρκώνει ο Σωκράτης. Και φυσικά μια τέτοια φιλοσοφία απαιτεί πάθος, έναν πραγματικά μεγάλο έρωτα για τα μεγάλα προβλήματα που είναι και προσωπικά προβλήματα για έναν αυθεντικό φιλόσοφο. Αυτό το γεγονός το αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Νίτσε, όπως φαίνεται και από την παρακάτω περιγραφή του στο απόσπασμα 345 της Χαρούμενης Γνώσης: «Η ανιδιοτέλεια δεν έχει αξία ούτε στον ουρανό ούτε στη γη. Όλα τα μεγάλα προβλήματα απαιτούν μεγάλο έρωτα, και μόνο τα ρωμαλέα, ντόμπρα, σίγουρα πνεύματα, που πατούν γερά στα πόδια τους, είναι ικανά να τον νιώσουν. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στον στοχαστή που έχει προσωπική σχέση με τα προβλήματά του και που βρίσκει σ’ αυτά τη μοίρα του, την απελπισία του και τη μεγαλύτερη τύχη του, και στον «απρόσωπο» στοχαστή, δηλαδή σε εκείνον που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τα αγγίζει και να τα συλλαμβάνει με τις κεραίες μιας ψυχρής και περίεργης σκέψης. Ο δεύτερος δεν θα καταφέρει τίποτε: αυτό είναι το μόνο που μπορούμε να του υποσχεθούμε εκ των προτέρων, γιατί ακόμη κι αν του επέτρεπαν τα μεγάλα προβλήματα να τα συλλάβει, δεν θα επέτρεπαν σε βατράχους και ανήμπορους ανθρώπους σαν αυτόν να στηριχτούν πάνω τους…»[13]
Ε΄. Νίτσε – Σωκράτης: οι φιλόσοφοι της επιμέλειας του εαυτού
Οι αληθινοί παιδαγωγοί μας προτρέπουν να αναζητήσουμε τον προσωπικό δικό μας δρόμο για να ανακαλύψουμε (ή και να δημιουργήσουμε) τον μοναδικό και ανεπανάληπτο εαυτό μας. Έναν τέτοιο εντελώς δικό του δρόμο ακολούθησε ως στοχαστής και συγγραφέας ο Νίτσε. Ο δρόμος του θα ήταν σίγουρα διαφορετικός, αν δεν συναναστρεφόταν με το έργο μεγάλων δασκάλων της τέχνης του βίου, που τον δίδαξαν «πώς να γίνει αυτό που είναι». Στην αυτοβιογραφία του Ίδε ο άνθρωπος (Ecce Homo), αλλά και σε άλλα έργα, τους μνημονεύει με ευγνωμοσύνη και μεγαλοψυχία. Ωστόσο, πίσω από όλους αυτούς βρίσκεται η αινιγματική μορφή του Σωκράτη.
Tο αινιγματικό και το μυστικό έλκουν σαν μαγνήτης τη σκέψη του Γερμανού φιλοσόφου. Λες και το σκιόφως είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ο στοχασμός του διακρίνει περιγράμματα μορφών που το απόλυτο φως απέκρυπτε. Σ’ αυτό το σκιόφως βλέπει εικόνες του Σωκράτη, μάσκες ή προσωπεία, τα οποία τον τον προσκαλούν σε μια προσωπική αναζήτηση του εαυτού. Ένα περιπετειώδες ταξίδι στο άγνωστο με την ελπίδα ανακάλυψης του εαυτού, που καταλήγει, ωστόσο, φιλοσοφικά και λογοτεχνικά στη δημιουργία του εαυτού του, κατορθώνει, δηλαδή, να γίνει ο Νίτσε ως φιλοσοφούν υποκείμενο αυτός που είναι.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Σωκράτης ήταν από φιλοσοφική άποψη ένα πραγματικό πρόβλημα για τον Νίτσε. Στην προσπάθειά του να το λύσει διαπίστωσε ότι το πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο Νίτσε ως φιλόσοφος της τέχνης του βίου. Ο φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στο πρόβλημα «Σωκράτης» αποδείχτηκε για τον Νίτσε κατεξοχήν αυτοαναφορικός στοχασμός. Οι εικόνες του Σωκράτη που δίνει ο Νίτσε δείχνουν σαν προσχέδια, δοκιμές της φιλοσοφικής του αυτοπροσωπογραφίας. Μια προσπάθεια χαρτογράφησης του αινιγματικού εαυτού του. Επίπονη αναρρίχηση ενός στοχαστή που με τον ιδρώτα της ψυχής του αποκτά αυτοσυνειδησία. Φυσικά και δεν ήταν στόχος του Νίτσε μια ακόμη παγωμένη στο χρόνο κοινότοπη φιλοσοφική προσωπογραφία που θα προσφέρεται για λατρεία σε νέους πιστούς. Άλλωστε, ο Νίτσε δεν θέλει πιστούς, όπως και ο Σωκράτης ομολογεί στην Απολογία του πως δεν είχε μαθητές αλλά φίλους (ἐταίρους). Στόχος και των δύο ως φιλοσόφων ήταν η επιμέλεια του εαυτού, η ανακάλυψή του, και για τον Νίτσε σίγουρα η δημιουργία του. Η εξερεύνηση αυτής της μοναδικής για τον καθένα και αχαρτογράφητης ηπείρου του εαυτού άξιζε και για τους δύο φιλοσόφους όσο τίποτε άλλο.
Ξάνθη, 28 Σεπτεμβρίου 2018
Δημήτρης Βλάχος, φιλόλογος, τέως Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων Ροδόπης
Το παραπάνω δοκίμιο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “δίοδος”, τεύχος 16, Ιούλιος 2019, σσ. 27-38.
Βιβλιογραφία
Αλέξανδρος Νεχαμάς, Η τέχνη του βίου/ Σωκρατικοί στοχασμοί: από τον Πλάτωνα στον Φουκώ, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2001
Φρίντριχ Νίτσε, Ανεπίκαιροι Στοχασμοί, εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 1996, σς 209-308 [«Ο Σοπενάουερ ως παιδαγωγός»].
Φρίντριχ Νίτσε, Η Χαρούμενη Γνώση, μτφ. Λίλα Τρουλίνου, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1996.
Φρίντριχ Νίτσε, Κείμενα για την Ελλάδα, μτφ. – επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Νησίδες, 2002.
Φρίντριχ Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας, μτφ Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008.
Φρίντριχ Νίτσε, Το Λυκόφως των ειδώλων – Αντίχριστος – Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος), μτφ. – επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Νησίδες.
Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, μτφ. – επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Νησίδες.
Friedrich Nietzsche, Die Geburt der Tragödie, Deutscher Taschenbuch Verlag (dtv) – de Gruyter 1999, τόμος 1ος.
Friedrich Nietzsche, Nachlaß 1875-1879, Deutscher Taschenbuch Verlag (dtv)- de Gruyter 1999, τόμος 8ος.
Friedrich Nietzsche, Nachlaß 1884-1885, Deutscher Taschenbuch Verlag (dtv) – de Gruyter 1999, τόμος 11ος.
Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1992.
Ι. Συκουτρή (κείμενο, μετάφραση και ερμηνεία), Πλάτωνος Συμπόσιον, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1982.
[1] “Die grösste Thatsache bleibt immer der frühzeitig panhellenische Homer. Alles Gute stammt doch von ihm her: aber zugleich ist er die gewaltigste Schranke geblieben, die es gab. Er verflachte, und deshalb kämpften die Ernstern so gegen ihm, umsonst. Homer siegte immer.”, Friedrich Nietzsche, Nachlaß 1875-1879, Deutscher Taschenbuch Verlag – de Gruyter 1999, τόμος 8ος , σελ. 78.
[2] ό.π. Nietzsche, Nachlaß 1875-1879, σελ. 97.
[3] Φρίντριχ Νίτσε, Κείμενα για την Ελλάδα, μτφ. – επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Νησίδες, 2002, σσ. 25-38.
[4] Φρίντριχ Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας, μτφ Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 136-142. Friedrich Nietzsche, Die Geburt der Tragödie, Deutscher Taschenbuch Verlag – de Gruyter 1999, τόμος 1ος , σσ. 94-95.
[5] ό.π. Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας, σελ. 142-149. Και ό.π. Nietzsche, Die Geburt der Tragödie, τόμος 1ος , σελ. 100.
[6] „Ich glaube, daß der Zauber des Socrates der war: er hatte eine Seele und dahinter noch eine und dahinter noch eine. In der vordersten legte sich Xenophon schlafen, auf der zweiten Plato und auf der dritten noch einmal Plato, aber Plato mit seiner eigenen zweiten Seele. Plato selber ein Mensch mit vielen Hinterhöhlen und Vordergründen”, Friedrich Nietzsche, Nachlaß 1884-1885, Deutscher Taschenbuch Verlag (dtv) – de Gruyter 1999, τόμος 11ος, σελ. 440.
[7] Αλέξανδρος Νεχαμάς, Η τέχνη του βίου/ Σωκρατικοί στοχασμοί: από τον Πλάτωνα στον Φουκώ, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2001.
[8] Στα έργα της μέσης περιόδου του Πλάτωνα (388-368 π.Χ.), που τοποθετείται μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ταξιδιού του στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, είναι κατά χρονολογική σειρά: Φαίδων, Συμπόσιον Πολιτεία, Φαίδρος.
[9] Φρίντριχ Νίτσε, Ανεπίκαιροι Στοχασμοί, εκδοτική Θεσ/νίκης, Θεσ/νίκη 1996, σσ. 248-249 [«Ο Σοπενάουερ ως παιδαγωγός», 4ο Κεφάλαιο].
[10] ό.π. Νίτσε, Ανεπίκαιροι Στοχασμοί, σσ. 250-251.
[11] ό.π. Νίτσε, Ανεπίκαιροι Στοχασμοί, σσ. 252.
[12] “Ich glaube zu fühlen, daß Socrates tief war –seine Ironie war vor Allem die Nöthingung, sich oberflächlich zu geben, um überhaupt mit Menschen verkehren zu können– “, ό.π. Nietzsche, Nachlaß 1884-1885, τόμος 11ος, σελ. 470.
[13] Φρίντριχ Νίτσε, Η Χαρούμενη Γνώση, μτφ Λίλα Τρουλίνου, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1996, σελ. 288.