Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, στα 416 π.Χ, οι Αθηναίοι εκστρατεύουν εναντίον της ουδέτερης μικρής Μήλου. Προτού οι Αθηναίοι αρχίσουν την πολιορκία προχωρούν σε διαπραγματεύσεις με τους Μηλίους άρχοντες, προκειμένου να τους πείσουν να προσχωρήσουν ως υποτελείς στην Αθηναϊκή Συμμαχία, διατηρώντας την αυτονομία τους και χωρίς να χρειαστεί να υποταχτούν με τη βία.
Και οι δυο αντίπαλοι έχουν τα επιχειρήματά τους, τα οποία με συγκλονιστική θεατρική παραστατικότητα αναπτύσσει ο Θουκυδίδης (Βιβλίο V, 84-113) στον πασίγνωστο Διάλογο των Μηλίων και τα οποία και έχουν σχολιαστεί εκτενώς από φιλολόγους, πολιτικούς επιστήμονες και στρατηγικούς αναλυτές. Από ανθρωπολογικής και ψυχολογικής άποψεως ενδιαφέρον παρουσιάζει η περί ελπίδος επιχειρηματολογία των Μηλίων υπερασπιστών και η αντίκρουσή τους από τους Αθηναίους επιτιθέμενους. Αντιγράφω το απόσπασμα του κειμένου σε μετάφραση Α. Γεωργοπαπαδάκου:
[…]
- ΜΗΛ. Ξέρουμε όμως πως καμιά φορά οι τύχες του πολέμου κρίνονται πιο δίκαια, κι όχι ανάλογα με τη διαφορά σε πλήθος ανάμεσα στους δυο αντιπάλους. Και σε μας η άμεση υποχώρηση δε δίνει καμιά ελπίδα, ενώ με το να αγωνιστούμε υπάρχει ακόμη ελπίδα να μείνουμε όρθιοι.
- ΑΘ. Η ελπίδα, παρηγοριά την ώρα του κινδύνου, όσους την έχουν από περίσσια δύναμη κι αν τους βλάψει δεν τους καταστρέφει. Όσοι όμως, στηριγμένοι πάνω της, τα παίζουν όλα για όλα, (γιατί απ’ τη φύση της είναι σπάταλη), μονάχα όταν αποτύχουν τη γνωρίζουν, όταν πια, για κείνον που έκαμε τη γνωριμία της, δεν έχει τίποτε για να το προφυλάξει απ’ αυτήν. Αυτό σεις, αδύναμοι και που η τύχη σας κρίνεται από μια μονάχα κλίση της ζυγαριάς, μη θελήσετε να το πάθετε ούτε να μοιάσετε τους πολλούς που, ενώ μπορούν ακόμη να σωθούν με ανθρώπινα μέσα, όταν τους βρουν οι συμφορές και τους εγκαταλείψουν οι βέβαιες ελπίδες, καταφεύγουν στις αβέβαιες ελπίδες, τη μαντική και τους χρησμούς και όσα άλλα τέτοια, με τις ελπίδες που δίνουν φέρνουν στην καταστροφή.
[ΜΗΛ.ἀλλ’ ἐπιστάμεθα τὰ τῶν πολέμων ἔστιν ὅτε κοινοτέρας τὰς τύχας λαμβάνοντα ἢ κατὰ τὸ διαφέρον ἑκατέρων πλῆθος: καὶ ἡμῖν τὸ μὲν εἶξαι εὐθὺς ἀνέλπιστον, μετὰ δὲ τοῦ δρωμένου ἔτι καὶ στῆναι ἐλπὶς ὀρθῶς.
ΑΘ.ἐλπὶς δὲ κινδύνῳ παραμύθιον οὖσα τοὺς μὲν ἀπὸ περιουσίας χρωμένους αὐτῇ, κἂν βλάψῃ, οὐ καθεῖλεν: τοῖς δ’ ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀναῤῥιπτοῦσι ̔δάπανος γὰρ φύσεἰ ἅμα τε γιγνώσκεται σφαλέντων καὶ ἐν ὅτῳ ἔτι φυλάξεταί τις αὐτὴν γνωρισθεῖσαν οὐκ ἐλλείπει. ὃ ὑμεῖς ἀσθενεῖς τε καὶ ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες μὴ βούλεσθε παθεῖν μηδὲ ὁμοιωθῆναι τοῖς πολλοῖς, οἷς παρὸν ἀνθρωπείως ἔτι σῴζεσθαι, ἐπειδὰν πιεζομένους αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ φανεραὶ ἐλπίδες, ἐπὶ τὰς ἀφανεῖς καθίστανται μαντικήν τε καὶ χρησμοὺς καὶ ὅσα τοιαῦτα μετ’ ἐλπίδων λυμαίνεται].