Όμηρος – Μιγκέλ ντε Θερβάντες: Τα δυο ακρογιάλια / Μια τοπολογία του ποιητικού sub specie aeternitatis «Εδώ ήταν η Τροία μου!», Δον Κιχότης
Τα θαύματα συμβαίνουν κατά προτίμηση σε ορισμένους τόπους. Θα ’λεγες πως κυοφορούνται μέσα σ’ αυτούς και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βρίσκεσαι εκεί για να γεννηθούν μπροστά στα μάτια σου. Αλλιώς, εκτός αυτών των τόπων, τα θαύματα δεν γεννιούνται όσο και να περιμένεις. Να είσαι εκεί, επί τόπου, ολόκληρος, αυτό θέλουν για να γεννηθούν. Και εσύ μαζί τους να ξαναγεννηθείς. Στους τόπους κυοφορίας θαυμάτων προσέρχεται μόνος εκείνος που θέλει να πετύχει μια ξεχωριστή συνάντηση, να πάρει μια απάντηση, να συναντήσει ένα πεπρωμένο. Πρόκειται για τόπους περισυλλογής, και ως τέτοιοι λειτουργούν, αγκαλιάζοντας διαφορετικούς, διακριτούς και ξένους μεταξύ τους κόσμους σε μια ενότητα άρρητου νοήματος. Σ’ αυτήν την αγκαλιά γράφεται και σβήνεται περιοδικά η μυστική ιστορία της ανθρωπότητας, και έργο των στοχαστών και των ποιητών είναι να ανασύρουν από τη λήθη αυτήν την εμπειρία. Ένας από αυτούς τους τόπους με ισχυρό ενεργειακό, συμβολικό και υπερβατικό φορτίο είναι το ακρογιάλι. Από αυτήν την αγκαλιά γεννήθηκε η ανθρωπιά και βρήκε την έκφρασή της στα ιδρυτικά έργα του ευρωπαϊκού πνεύματος που συνθέτουν ουσιαστικά την αληθινή ιστορία της Ευρώπης και όχι μια ακόμη αφήγηση των περιστασιακών και εφήμερων πολιτικών της μορφωμάτων.
«Στο περιγιάλι το κρυφό/ κι άσπρο σαν περιστέρι/ διψάσαμε το μεσημέρι…». Αυτός ο στίχος από τη «Άρνηση» του Γιώργου Σεφέρη προσφέρεται ως γνωστή σε όλους αφετηρία για να επιχειρήσουμε μια στοχαστική διαδρομής σε τόπους – αγκαλιές νοημάτων. Δεν είναι μόνο η τεχνολογία και οι υλικές κατασκευές, όπως για παράδειγμα το γεφύρι ή το φράγμα, που συγκροτούν τόπους νοηματοδότησης χώρων, όπως έδειξε ο Χάιντεγκερ[1]. Σύμφωνα με τον ίδιο φιλόσοφο, και η ποίηση (και η πρόζα) συγκροτούν τέτοιους τόπους που νοηματοδοτούν χώρους και τους διαφυλάσσουν[2].
Επιστρέφοντας στον πρώτο στίχο του σεφερικού ποιήματος, βλέπουμε ότι η συνάντηση με το θαύμα συμβαίνει μέσα στη λευκή αγκαλιά της ακρογιαλιάς και προϋποθέτει τη δίψα. Δίψα νοήματος, δίψα που γεννήθηκε από ένα ερώτημα που συγκλονίζει στα τρίσβαθα τον άνθρωπο, ακόμη κι όταν δεν μπορεί να το εκφράσει με σαφήνεια. Δεν έχει ακόμη φτιάξει τη γλώσσα για αυτό. Χωρίς τη δίψα δεν συμβαίνει τίποτε, και το ακρογιάλι χάνεται, καταποντίζεται θα ’λεγες, μέσα στον θόρυβο των πολλών αδιάφορων θαμώνων της παραλίας. Το ακρογιάλι σε θέλει μόνο και διψασμένο, για να σου αποκαλύψει το μυστικό νόημα της αγκαλιάς του. «Μακάριοι οι διψώντες», λοιπόν, αφού η επιθυμία (ὄρεξις) είναι εκείνη η οποία κινεί και τον νου και τη φαντασία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Περί Ψυχής, Γ΄, κεφ. 10ο). Το αντικείμενο του πόθου (το ὀρεκτόν), η δίψα η άσβεστη γι’ αυτό, είναι εκείνη που δίνει την κίνηση, άρα εκείνη που χαρακτηρίζει τη ζωή και τη διακρίνει από τον θάνατο. «Ένα πράγμα, λοιπόν, δίνει την κίνηση. το αντικείμενο της επιθυμίας» (ἕν δἡ τό κινοῦν, τό ὀρεκτόν)[3]. Η δίψα μάς κρατάει ζωντανούς…
Διψασμένος για δικαιοσύνη, απαρηγόρητος για την προσβολή που του έγινε είναι και ο πρώτος μυθικός ήρωας που επισκέφτηκε το ακρογιάλι στο όνειρο του γενάρχη των ποιητών της Ευρώπης. Στην Ιλιάδα, Α 350-431, ο Όμηρος ονειρεύεται σε στίχους τον Αχιλλέα δακρυσμένο να μακραίνει από τους συντρόφους του και μόνος να κάθεται στην ακρογιαλιά για να προσευχηθεί στη μάνα του, τη θαλασσινή θεά Θέτιδα, την οποία και συναντά στη συνέχεια για να ζητήσει τη μεσολάβησή της στον Δία για την αποκατάσταση της τιμής του. Εκεί όπου η θάλασσα σβήνοντας αγκαλιάζει την ακτή, εκεί ο ολιγόχρονος γιος, γεννημένος κι αυτός από την ερωτική αγκαλιά μιας θεάς και ενός θνητού, αναζητά την αγκαλιά της μάνας του για να βρει παρηγοριά και τη δύναμη να αδράξει το πεπρωμένο του, τον δικό του θάνατο εν τέλει ως πολεμιστής εντός της ιστορίας, αλλά και την αθανασία ως αρχετυπική ηρωική μορφή που έμελλε να εμπνεύσει τους μεταγενέστερους λειτουργώντας παραδειγματικά.
«Δακρυσμένος τότε ο Αχιλλέας απ’ τους συντρόφους του μακραίνει και καθίζει μπρος στον ψαρή γιαλό, το απέραντο το πέλαγο θωρώντας κι απλώνοντας τα χέρια ευκήθηκε στην ακριβή του μάνα» (Α 349-350)[4].
[αὐτὰρ Ἀχιλλεύς
δακρύσας ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς,
θῖν᾿ ἔφ᾿ ἁλὸς πολιῆς, ὁρόων ἐπ᾿ ἀπείρονα πόντον· 350
πολλὰ δὲ μητρὶ φίλῃ ἠρήσατο χεῖρας ὀρεγνύς·]
Ο Αχιλλέας κάθεται μπροστά στον ψαρή γιαλό, «θῖν᾿ ἔφ᾿ ἁλὸς πολιῆς». Η ομηρική λέξη «πολιός» σημαίνει άσπρος, λαμπρός, υπόλευκος, ασπρόμαυρος, ψαρής, αλλά και μεταφορικά σημαίνει (για πρόσωπα) σεβάσμιος. Μπροστά του ο ψαρής γιαλός, ο γκρίζος γιαλός, the grey sea[5], και στο βάθος το απέραντο πέλαγος, όπου ο συντετριμμένος ήρωας έχει προσηλωμένο το βλέμμα του. Σ’ αυτόν τον τόπο, την ακρογιαλιά, όπου σμίγουν η περατότητα με την απειρότητα, η στεριά με τη θάλασσα, οι θεοί με τους ανθρώπους, συναντά ο θνητός γιος την αθάνατη μάνα του.
Στον ψαρή γιαλό, «θῖν᾿ ἔφ᾿ ἁλὸς πολιῆς», στον τόπο αυτόν της μυστικής συνάντησης, στο «περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι» του Γιώργου Σεφέρη, ο Αχιλλέας συναντά το πεπρωμένο του και το αδράχνει με αποφασιστικότητα. Μέσα σ’ αυτήν αγκαλιά της ακρογιαλιάς βλέπει καθαρά ότι η τιμή είναι πιο σημαντική από τη ζωή του. Για να γίνει αθάνατος πρέπει να θελήσει να πεθάνει νέος. Η απόφαση αυτή να αρνηθεί τη ζωή, όχι όμως την τιμή του, τον καθιστά σύμβολο προσήλωσης στο (ηρωικό) ιδεώδες ενός ολόκληρου πολιτισμού. Η απόφαση να αδράξει τον θάνατό του για να κερδίσει την αθανασία μπορεί να μην προσδιορίζεται χρονικά, καθώς ο μύθος αναπτύσσεται εκτός (ιστορικού) χρόνου, όχι όμως και εκτός χώρου.
Το ακρογιάλι αυτό της Μικρασίας, σε κάποια ακτή της Τρωάδας, γίνεται ο τόπος από τον οποίο ο χώρος νοηματοδοτείται με μια απόφαση ενός πολεμιστή (Αχιλλέας) να πεθάνει για το ιδεώδες της τιμής. Την απόφαση αυτή την ονειρεύτηκε σε δακτυλικό εξάμετρο ένας τυφλός, κατά την παράδοση, ποιητής (Όμηρος). Επρόκειτο για μια απόφαση εντός χώρου (ακρογιάλι της Τρωάδας) αλλά εκτός χρόνου, όπως συμβαίνει στα όνειρα όπου έχουμε εμπειρία του χώρου, όχι όμως ενός χώρου αλυσοδεμένου στα δεσμά του χρόνου, σε αντίθεση με την πραγματική ζωή όπου η διάνοιά μας αδυνατεί να συλλάβει τον χώρο χωρίς τον χρόνο, και μάλιστα στη διαδοχική έκπτυξή του. Βλέπουμε ένα όνειρο ή καλύτερα ζούμε (σε) ένα όνειρο, το οποίο μας αποκαλύπτεται στην ολότητά του, άπαξ και άχρονο, όταν όμως το αφηγούμαστε το αλλοιώνουμε, καθώς η γλώσσα υπακούει στους αδήριτους νόμους της χρονικής διαδοχής[6]. Σ’ αυτόν τον εκτός χρόνου τόπο, σ’ αυτό το ακρογιάλι της Τρωάδας, βρίσκεται η αρχέγονη απόφαση που θεμελιώνει την ανθρωπιά ως νίκη του (ηρωικού) ιδεώδους επί του θανάτου. Σ’ αυτό το ακρογιάλι βρίσκεται η πρωταρχή του ηρωικού ιδεώδους αλλά και η απαρχή του ιδεαλισμού.
Σε ένα άλλο ακρογιάλι πάλι, στις δυτικές ακτές της Μεσογείου και σε μια εποχή ιστορική (αρχές 17ου) και όχι μυθική, έμελλε να γίνει μια απίστευτη μονομαχία και να επαναληφθεί η αρχέγονη απόφαση του ομηρικού ήρωα, η θαμμένη στη άμμο της Τρωάδας. Αυτό το συμβάν καταγράφεται στον Δον Κιχότη του Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέρδα[7], ένα αλλόκοτο και γεμάτο αμφισημίες, είναι αλήθεια, βιβλίο, το οποίο σηματοδοτεί την απαρχή του νεότερου μυθιστορήματος στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
«Όλα για πρώτη φορά γίνονται, μα μ΄ έναν αιώνιο τρόπο» [Todo sucede pro primera vez, pero de un modo enerno], μας θυμίζει ο Μπόρχες στο ποίημά του «Η ευτυχία» [La dicha][8]. Η δεύτερη επανά-ληψη της ομηρικής πρωταρχής στον Δον Κιχότη του Θερβάντες αναζωογονεί στη νεότερη εποχή το ερώτημα σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση [conditio humana]. Με λίγα λόγια, αυτή η επανά-ληψη ανασύρει από τη λήθη το ερώτημα σχετικά με τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, μας αναγκάζει, δηλαδή, να διερωτηθούμε τι μας κάνει ανθρώπους, σε τι συνίσταται η ανθρωπιά μας. Μας υπενθυμίζει ότι η ανθρώπινη κατάσταση δεν εξαντλείται στη σκέψη, τη λογική, την πρόσδεσή μας στη γη, τη λεπτή αυτή φλούδα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Μας το έδειξε για πρώτη φορά η απόφαση του Αχιλλέα να προλάβει να αδράξει τον θάνατό του για να διασώσει το ηρωικό ιδεώδες της τιμής.
Για δεύτερη φορά, σε ένα ακρογιάλι της Βαρκελώνης τώρα, επαληθεύεται του Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη η ανθρωπολογία διατυπωμένη σε στίχους: «ο άνθρωπος είναι σαν να ’ρχεται απ’ αλλού/ γι’ αυτό και ηχεί παράτονα/ μ΄ ένα θυμητικό κατακερματισμένο αλλ’ /εφεκτικό στα θαύματα»[9] και από τον ίδιο ποιητή λίγο πιο κάτω ακούμε στους καταληκτικούς στίχους αυτού του ποιήματος: «…η ζωή νοείται σαν κάτι το απροσμέτρητο / στέκω και θεωρώ τα κύματα / ό,τι πιο τέλειο πιο ανεπίδεκτο φθοράς ποτέ του υπήρξε».
«…και καθίζει μπρος στον ψαρή γιαλό, το απέραντο το πέλαγο θωρώντας», η επανά-ληψη της ομηρικής σκηνής σε ένα άλλο ακρογιάλι 3000 χρόνια μετά καταργεί τον χρόνο και θεμελιώνει την αιωνιότητα στον χώρο, στην ακρογιαλιά: «τα κύματα, ό,τι πιο τέλειο και πιο ανεπίδεκτο φθοράς ποτέ του υπήρξε» (Ελύτης).
Εκεί λοιπόν μπροστά στα κύματα της απέραντης θάλασσας, του ἀπείρονος πόντου, στις δυτικές ακτές της Μεσογείου, υπάρχει το μυστικό πέρασμα από το όνειρο του Ομήρου στο όνειρο του Θερβάντες. Εκεί, στη σημερινή Playa de la Barceloneta, ο δικός του αλλόκοτος ήρωας, ο Δον Κιχότης της Μάντσα, ένας μεσήλικας ιδαλγός που είναι σαν να ’ρχεται από αλλού, γι΄αυτό και ηχεί παράτονα σε όλες τις εποχές, συναντά το πεπρωμένο του και εκεί λαμβάνει χώρα το συμβάν που επρόκειτο να του χαρίσει την αθανασία.
Η αφήγηση βρίσκεται στο Β΄ Μέρος του Δον Κιχότη, στο 64ο Κεφάλαιο, και αρχίζει μ’ αυτή τη μοναδική εικόνα:
«Και μια μέρα, βγαίνοντας ο Δον Κιχότης για περίπατο στην ακρογιαλιά, αρματωμένος με όλα του τα όπλα, που, όπως πολλές φορές έλεγε, ήταν τα στολίδια του, όπως η μάχη ήταν η ξεκούρασή του, κι έτσι δεν τον έβρισκες ποτέ δίχως αυτά, είδε να ΄ρχεται προς το μέρος του ένας πάνοπλος ιππότης, που ζωγραφισμένο πάνω στην ασπίδα του ήταν ένα λαμπερό φεγγάρι…».
[Y una mañana, saliendo don Quijote a pasearse por la playa armado de todas sus armas, porque, como muchas veces decía, ellas eran sus arreos, y su descanso el pelear, y no se hallaba sin ellas un punto, vio venir hacía él un caballero, armado asimismo de punta en blanco, que en el escudo traía pintada una luna resplandeciente;].
Ο ήρωας, ας είναι και με τη μορφή του Ιππότη της Ελεεινής Μορφής (el Caballero de la Triste Figura), βαδίζει προς το πεπρωμένο του αρματωμένος με όλα του τα όπλα, γιατί είναι τα στολίδια του και με αυτή την περιβολή του ετοιμοπόλεμου πολεμιστή τιμά τη μοναδική στιγμή του πεπρωμένου, τη δική του στιγμή. Αλλά και η ώρα της συνάντησης με το πεπρωμένο είναι εξαιρετική, καθώς τοποθετείται μέσα στο άπλετο φως της μέρας, η οποία, μάλιστα, δηλώνεται αορίστως ως «Μια μέρα…» (Una mañana…).
Μια μέρα… Στην ελληνική μετάφραση χάνεται η δύναμη της ισπανικής λέξης «mañana» του πρωτοτύπου και ξεχνιούνται οι ρίζες της. Η λατινική ρίζα *ma της λέξης mañana διαφυλάσσει μέσα στα δυο της γράμματα τις έννοιες «ώριμος, ευνοϊκός, κατάλληλος». Η λατινική λέξη maturus (ώριμος, αυτός που είναι στην ώρα του, στον καιρό του) στα καστιλλιάνικα ισπανικά (Castellano) δίνει τη λέξη maduro, που δηλώνει αυτό (ή αυτόν) που κατά την ανάπτυξή του έχει φτάσει πια στην καλύτερή του ώρα, βρίσκεται στην κατάλληλη στιγμή, στο απόγειο της δύναμής, στην ωριμότητά του. Η ίδια ρίζα *ma της λατινικής λέξης maturicare (ξυπνώ νωρίς το πρωί) αναγνωρίζεται και στις παράγωγες καστιλλιάνικες matutino (πρωινός), madrugar (σηκώνομαι νωρίς το πρωί), το ουσιαστικό amanecer (ξημέρωμα, χάραμα) και το ρήμα amanecer (ξημερώνει, ξυπνώ πρωί). Η πρώτη σημασία λοιπόν της λέξης mañana τη συνδέει με το φως, με τις πρώτες ώρες της ημέρας. Και η ελληνική λέξη ἡμέρα< ἦμαρ έχει βέβαια σε όλες τις περιόδους της Ελληνικής (αρχαίας, μεσαιωνικής, νεοελληνικής) τη βασική σημασία «χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου» και με τη σημασία αυτή αντιτίθεται προς τη νύχτα, ωστόσο, η λατινογενής ισπανική mañana αναφέρεται στις πλήρεις φωτός πρωινές ώρες της ημέρας και στη μοναδική στιγμή της ωριμότητας.
Ας διαβάσουμε λοιπόν τις παραπάνω αράδες με έναν άλλον τρόπο. Ο Δον Κιχότης (το όνειρο δηλαδή που ονειρεύεται ο Θερβάντες) ύστερα από τόσες περιπέτειες και δοκιμασίες σωματικές και ψυχικές μέσα σε έναν κόσμο μικρόψυχο –που οι άλλοι τον λένε «η πραγματικότητα» και τον Δον Κιχότη τον θεωρούν θεότρελο (grandísimo loco)[10]– έχει φτάσει στην καλύτερη ώρα του να συναντήσει το πεπρωμένο του. Η συνάντηση γίνεται μέσα στο πιο δυνατό φως της ημέρας (mañana) και ο ήρωάς μας σαν έτοιμος από καιρό, αρματωμένος με όλα του τα όπλα (armado de todas sus armas) είναι ώριμος (maduro) γι’ αυτή την εμπειρία. Αυτή η μέρα στην ουσία βρίσκεται εκτός χρόνου, καθώς μπορεί βέβαια για λόγους που έχουν να κάνουν με τη γραμματική της γλώσσας (που εγκλωβίζεται στη χρονική διαδοχή) να τοποθετείται κάποτε στο παρελθόν, ωστόσο, η αοριστία στη διατύπωση «Μια μέρα», την ελευθερώνει από τις αλυσίδες του χρόνου και την προσδένει στον τόπο με δεσμούς χωρικότητας. Μια μέρα… Una mañana… Από άποψη της ουσίας σημασία έχει πού εκτυλίσσεται το συμβάν και όχι πότε. Εκεί στην ακρογιαλιά (por la playa), περπατώντας μέσα στο φως, αρματωμένος με όλα του τα όπλα, συναντά ο Περιπλανώμενος Ιππότης (El Caballero Andante, ο Δον Κιχότης) το φοβερό (τό δεινόν), τον Ιππότη του Άσπρου Φεγγαριού (Caballero de la Blanca Luna) . Από αυτή τη συνάντηση κάποιος θα «πεθάνει» και κάποιος θα γενεί αθάνατος.
Η συνέχεια της ιστορίας ακολουθεί την τυπολογία των ιπποτικών μυθιστορημάτων. Ο Ιππότης του Άσπρου Φεγγαριού, που δεν είναι άλλος από τον αντιπαθητικό χωριανό του ιδαλγού, τον Σαμψών Καράσκο μεταμφιεσμένο σε ιππότη, προκαλεί τον Δον Κιχότη σε μονομαχία. Οι όροι της μονομαχίας είναι αν νικήσει ο Δον Κιχότης να πάρει τη ζωή του Ιππότη του Άσπρου Φεγγαριού και τη δόξα του. Αν όμως νικηθεί ο Δον Κιχότης, τότε να αρνηθεί ότι η Δουλτσινέα του, η Δέσποινα των Λογισμών του, είναι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο, να ομολογήσει ότι η πιο όμορφη είναι η δέσποινα του Ιππότη του Άσπρου Φεγγαριού, όποια και αν είναι (sea quien fuere)[11]. Επίσης, οφείλει ακόμη, σε περίπτωση ήττας του, να σταματήσει για ένα χρόνο τις περιπέτειες και τα έργα της περιπλανώμενης ιπποσύνης και να αποσυρθεί στο σπίτι του, στο χωριό της Μάντσας.
Ο Δον Κιχότης κατάπληκτος και άφωνος από την αλαζονεία του Ιππότη του Άσπρου Φεγγαριού, αλλά και από το κρίσιμο διακύβευμα (η ομορφιά της Δουλτσινέας και τα έργα της ιπποσύνης), δεν έχει άλλη επιλογή από το να δεχτεί την πρόκληση και τους όρους της μονομαχίας. Άλλωστε, αυτός ο αγώνας είναι για ένα ζήτημα ομορφιάς (precedencia de hermosura), όπως δήλωσε ο Ιππότης του Άσπρου Φεγγαριού στον Αντιβασιλέα, που ρώτησε να μάθει τον λόγο της μονομαχίας. Ο Δον Κιχότης, όπως έκανε πάντα πριν από κάθε μάχη, ζήτησε βέβαια να τον συνδράμει ο Θεός και η Δουλτσινέα του, ωστόσο, δεν στάθηκε τυχερός. Γκρεμίστηκε αυτός και το άλογό του, και με τη λόγχη του Ιππότη του Άσπρου Φεγγαριού στραμμένη στην προσωπίδα της περικεφαλαίας του ακούει τα λόγια του νικητή: «Ιππότη, νικηθήκατε, και είστε νεκρός αν δεν δεχτείτε τους όρους της μονομαχίας μας».
Οι λίγες αράδες που ακολουθούν είναι από τις πιο συγκλονιστικές και δικαιώνουν την αξία αυτού του έργου, το οποίο στους τέσσερις αιώνες που ακολούθησαν την πρώτη έκδοσή του (1605 – 1615) έρχεται δεύτερο μετά τη Βίβλο σε αριθμό αντιτύπων:
«Ο Δον Κιχότης σακατεμένος και ξεθεωμένος, δίχως να ανασηκώσει την προσωπίδα του, είπε με φωνή αδύνατη και ραγισμένη, σαν να μιλούσε μέσα απ’ τον τάφο: «Η Δουλτσινέα απ’ το Τοβόσο είναι η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου, κι εγώ ο πιο δύστυχος ιππότης της γης . δεν αλλάζει αυτή η αλήθεια απ’ την ανημπόρια μου. Ιππότη, σπρώξτε τη λόγχη σας και πάρτε μου τη ζωή, τώρα που μου πήρατε την τιμή»[12].
Άχρι θανάτου πιστός στην ασύγκριτη Δουλτσινέα του, κατά κόσμον Αλδόνσα Λορένσο, την οποία ποτέ δεν την είχε δει αλλά την ερωτεύτηκε, όπως λέει, μόνο από όσα άκουσε για την ομορφιά και τη φρονιμάδα της (Δον Κιχότης, 2ο Μέρος, Κεφ. 9ο). Ηττημένος και ταπεινωμένος ο Ιππότης της Ελεεινής Μορφής, συντετριμμένος από την ανημπόρια του να διαφεντέψει τη φήμη της ομορφιάς της Δέσποινας των Λογισμών του, φήμη άλλωστε «γνωστή» μόνο σ’ αυτόν και σε κανέναν άλλο, εξακολουθεί να μένει πιστός στο ιδανικό του: «Η Δουλτσινέα απ’ το Τοβόσο είναι η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου…» [Dulcinea del Toboso es la más hermosa mujer del mundo]. Αυτή η αλήθεια δεν αλλάζει με τίποτε. Ούτε και από την αδυναμία του. Ούτε από κανένα φόβο για τη ζωή του. Πάνω από όλα το ιδανικό: η ασύγκριτη ομορφιά της Δουλτσινέας και η τιμή που απορρέει από την αφοσίωσή του σ’ αυτήν. Πάνω από όλα η άνευ όρων υπηρεσία στην ομορφιά μέσα από πράξεις ιπποτικής ευγένειας και γενναιοδωρίας που αποκαθιστούν τη δικαιοσύνη και ανακουφίζουν τον πόνο των άλλων. Το να πεθάνει σε μάχη ο Περιπλανώμενος Ιππότης γι’ αυτή την ομορφιά είναι η αληθινή νίκη του ηττημένου, ανώτερη και από την εφήμερη νίκη του νικητή. Ο Δον Κιχότης όχι μόνον δεν αποφεύγει τον θάνατο αλλά τον προ(σ)καλεί: «σπρώξτε τη λόγχη σας και πάρτε μου τη ζωή, τώρα που μου πήρατε την τιμή».
Η μονομαχία του Δον Κιχότη με τον Ιππότη του Άσπρου Φεγγαριού στο ακρογιάλι της Βαρκελώνης έχει ξεχαστεί, όπως άλλωστε και η προσευχή του δακρυσμένου Αχιλλέα στο ακρογιάλι της Τρωάδας είναι άγνωστη στους επισκέπτες της Μικρασιατικής ακτής. Οι θαμώνες της Playa de la Barceloneta απολαμβάνουν σήμερα τον ήλιο και τη θάλασσα της απέραντης παραλίας μέσα στον θόρυβο του πλήθους. Αυτό τους αρκεί. Αγνοούν ότι σ’ αυτό το ακρογιάλι γράφτηκε μια από τις πιο δραματικές σελίδες της ιστορίας του ευρωπαϊκού πνεύματος. Η ήττα του Δον Κιχότη –χωρίς όμως και την άρνηση του ιδανικού του, της ασύγκριτης ομορφιάς της Δουλτσινέας του– σήμανε την απόσυρσή του από τα έργα της περιπλανώμενης ιπποσύνης, τη νίκη της πραγματικότητας και της κοινής λογικής επί του ευγενούς ιπποτικού ιδεώδους και του ονείρου για έναν καλύτερο, τίμιο και πιο όμορφο κόσμο. Εκεί, σ’ αυτό το ακρογιάλι της Βαρκελώνης, στην Playa de la Barceloneta , ο ηττημένος Δον Κιχότης με μεγάλο πόνο ξαναβρήκε τα λογικά του και πήρε, μαζί με τον σύντροφό του Σάντσο Πάντσα, τον δρόμο επιστροφής για το ασήμαντο και ακατονόμαστο χωριό της Μάντσας. Ένα χωριό που το όνομά του ούτε ο Θερβάντες δεν ήθελε να θυμάται[13]. Ο Δον Κιχότης έγινε πάλι ο ιδαλγός Αλόνσο Κιχάνο, αποκήρυξε την ανάγνωση των ιστοριών της πλανόδιας ιπποσύνης που «του είχαν πάρει τα μυαλά» και μετανόησε σαν καλός χριστιανός της εποχής για την τρέλα του. Και έτσι, λογικός πλέον, ένιωσε τον θάνατο να πλησιάζει και λίγο πριν το τέλος, περιστοιχισμένος από τους δικούς του ανθρώπους, ομολογεί (Δον Κιχότης, 2ο Μέρος, Κεφάλαιο 74ο): «Καλοί μου φίλοι, συγχαρείτε με που δεν είμαι πια ο Δον Κιχότης απ’ τη Μάντσα, αλλά ο Αλόνσο Κιχάνο, που η καλή του ζωή του ’δωσε κάποτε το όνομα Καλός. Είμαι εχθρός του Αμάδη του Γαλάτη κι όλου του σιναφιού του. Τώρα οι βέβηλες ιστορίες της πλανόδιας ιπποσύνης μού είναι μισητές. Αναγνωρίζω την τρέλα μου, και τον κίνδυνο όπου μ’ έριξε το διάβασμά τους. Σήμερα, όμως, με του Θεού την ευσπλαχνία, που ξαναβρήκα τα μυαλά μου μόνος μου, τα αποκηρύσσω»[14].
Ο Δον Κιχότης ξαναγίνεται ο Αλόνσο Κιχάνο. Αυτός που πεθαίνει στο τέλος όμως δεν είναι ο Δον Κιχότης αλλά ο ιδαλγός Αλόνσο Κιχάνο ο Καλός. Αυτό που «πεθαίνει» είναι η εκάστοτε πραγματικότητα που είναι αλυσοδεμένη στα δεσμά του χρόνου, καθώς τη διαδέχεται μια άλλη πραγματικότητα μέσα στη ροή του γίγνεσθαι. Το όνειρο του Θερβάντες όμως, ο Περιπλανώμενος Ιππότης, φτιαγμένο στο μυστικό εργαστήρι της φαντασίας του συγγραφέα από υλικά ανεπίδεκτα φθοράς, όπως τα κύματα της απέραντης θάλασσας που σβήνοντας αγκαλιάζουν ακόμη και σήμερα αυτό το ακρογιάλι της Βαρκελώνης, ταξιδεύει μέσα στον χρόνο εδώ και τέσσερις αιώνες.
«A book is a writer’s secret life. The dark twin of a man», ομολογεί ο William Faulkner. Η μυστική ζωή του συγγραφέα εκβάλλει στο όνειρο, και σ’ αυτό το εργαστήρι πλάθονται μορφές φτιαγμένες από υλικά της αιωνιότητας. Η εμπειρία της αιωνιότητας συνδέεται με τον χώρο, με συγκεκριμένους τόπους περισυλλογής νοήματος, κι όχι με τον χρόνο. Αυτή την άποψη της ύπαρξης χώρου εκτός χρόνου δεν τη δέχεται η διάνοια, τη δέχεται όμως η προσωπική μας εμπειρία ως θεμελιώδες στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο χρόνος, σε ό,τι αφορά στην προσωπική εμπειρία, ξεχνιέται, όχι όμως και ο χώρος συνάντησης με το πεπρωμένο. Στο 66ο Κεφάλαιο του 2ου Μέρους το βλέμμα του ηττημένου ιππότη, βγαίνοντας από τη Βαρκελώνη, στρέφεται πάλι στο μοιραίο εκείνο ακρογιάλι. Η περιγραφή αυτή είναι από τις πιο δυνατές εικόνες για τον πόνο που προκαλεί η μετάβαση από το όνειρο στην πραγματικότητα και η ματαίωση που εισπράττει ο ονειρευτής όταν βλέπει το πουκάμισο αδειανό χωρίς την Ελένη του για την οποία πολέμησε:
«Ο Δον Κιχότης, βγαίνοντας απ’ τη Βαρκελώνη, γύρισε να δει το μέρος όπου είχε πέσει, και λέει:
«Εδώ ήταν η Τροία μου! Εδώ μου πήρε τη δόξα που είχα κατακτήσει η ατυχία μου και όχι η δειλία. Εδώ η τύχη χρησιμοποίησε εναντίον μου τα όπλα και τα τεχνάσματά της. Εδώ αμαυρώθηκαν οι άθλοι μου. Εδώ, τέλος, έπεσε η ευτυχία μου, για να μην ξανασηκωθεί ποτέ πια!».
[—¡Aquí fue Troya! ¡Aquí mi desdicha, y no mi cobardía, se llevó mis alcanzadas glorias, aquí usó la fortuna conmigo de sus vueltas y revueltas, aquí se escurecieron mis hazañas, aquí finalmente cayó mi ventura para jamás levantarse!]
«¡Aquí fue Troya!» [Εδώ ήταν η Τροία μου!]. Ποιος ομιλεί εδώ; Μήπως, ο Αχιλλέας, για τον οποίο η Τροία υπήρξε η δόξα και η καταστροφή; Μήπως ομιλεί ο Δον Κιχότης, που ηττήθηκε στο ακρογιάλι αυτό της Βαρκελώνης, παραιτήθηκε από τα έργα της ιπποσύνης, επέστρεψε στην πραγματικότητα και βρίσκοντας τα λογικά του ξανάγινε, για να πεθάνει, ο ιδαλγός Αλόνσο Κιχάνο; Μήπως ο Ντε Σιντ, στον οποίο ο Θερβάντες αποδίδει τη συγγραφική πατρότητα του αραβικού χειρογράφου του Δον Κιχότη, που βρήκε τυχαία ο Θερβάντες (κατά τα γραφόμενά του) στο Τολέδο και του το μετάφρασε κάποιος Μαυριτανός; Μήπως ομιλεί ο ίδιος ο Θερβάντες, ο οποίος στη Βαρκελώνη είδε για μια ακόμη φορά να ματαιώνεται το όνειρό του για οικονομική ανάκαμψη και έξοδο από τη διαρκή πενία και αφάνεια; Μήπως ο Βιργίλιος, την Αινειάδα του οποίου γνώριζε ο Θερβάντες, από όπου και προέρχονται και οι στίχοι 3.10-11 «Litora tunc patriae lacrymans portusque relinquo et campos ubi Troia fuit», στίχοι που στην ισπανική γλώσσα έδωσαν τη στερεότυπη έκφραση «Aqui fue Troya». Η έκφραση «¡Aquí fue Troya!» χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να καταστήσει κατανοητό μετ’ εμφάσεως ότι απόμειναν μόνο ερείπια και ίχνη από μια λαμπρή πόλη και έναν λαό που κάποτε ευτυχούσε σε έναν τόπο. Επίσης η έκφραση «¡Aquí fue Troya!» σημαίνει μεταφορικά τον τόπο όπου εκτυλίχθηκε ένα συμβάν, το οποίο αποδείχτηκε μοιραίο, ιδιαίτερα οδυνηρό και καταστροφικό για κάποιον.
«Εδώ ήταν η Τροία μου!», αναφωνεί ο ηττημένος και συντετριμμένος Δον Κιχότης, στρέφοντας το βλέμμα του πίσω σ’ αυτό το ακρογιάλι της Βαρκελώνης. Το κέντρο του νοήματος βρίσκεται στο επίρρημα «εδώ», το οποίο παραπέμπει σε μια εμπειρία αποκάλυψης προσωπικού νοήματος, θεμελιωμένη όμως σε έναν τόπο εκτός του συμβατικού χρόνου (των αρχών του 17ου αιώνα). «¡Aqui fue Troya!», εδώ, σ’ αυτό το λησμονημένο σήμερα ακρογιάλι της Βαρκελώνης επανα-λήφθηκε η αρχέγονη απόφαση και η οδύνη του αρχετυπικού ομηρικού Αχιλλέα, αλλά και το μεγαλείο μιας απόφασης που συνδέει την ανθρώπινη κατάσταση με το ιδεώδες (τιμή, ομορφιά).
«Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μια ωραία Ελένη/ και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός// Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος» (Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, «Ο Τρωικός πόλεμος»).
«Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος», ομολογεί ο Ελύτης στη Μαρία Νεφέλη του. «Εδώ ήταν η Τροία μου!», αναφωνεί ο Δον Κιχότης στην παραλία της Βαρκελώνης.
Ποιος ομιλεί, εν τέλει, πίσω από όλα αυτά τα πρόσωπα; Ο τόπος ομιλεί δια των προσώπων. Το ακρογιάλι ομιλεί. Το ακρογιάλι (της Τρωάδας και της Βαρκελώνης) ομιλεί. Ομιλεί ως τόπος που νοηματοδοτεί και περισυλλέγει τον χώρο και έτσι καθιστά πλήρη νοήματος μια κατά τα άλλα χαρτογραφημένη μεν για τις ανάγκες της ακτοπλοΐας, αλλά, ωστόσο, στην ουσία της αδιάφορη και σχεδόν ανύπαρκτη ακτή της Μεσογείου.
Ο τόπος, το ακρογιάλι ομιλεί, με τη διαμεσολάβηση του ονειρευτή – ποιητή Ομήρου και του ονειρευτή – μυθιστοριογράφου (και ποιητή) Θερβάντες. Ο ποιητής και ο μυθιστοριογράφος λειτουργούν ως διαμεσολαβητές νοήματος και ως σωτήρες του χώρου. Διαμεσολαβούν με το όνειρό τους, σε στίχους και πρόζα ανίστοιχα, ανάμεσα σε δυο κόσμους, τον ορατό/πραγματικό και τον μη όρατο/ιδεατό, λειτουργώντας ως γεφυροποιοί του «εδώ» (Εδώ ήταν η Τροία μου!) με το «αλλού». Η διαμεσολάβηση του νοήματος γίνεται με γέφυρα τη γλώσσα, ελληνική του Ομήρου και καστιλλιάνικη ισπανική του Θερβάντες. Έτσι, ο καθένας τους με τη γλώσσα του, καθιστώντας το ακρογιάλι τόπο περισυλλογής νοήματος, σώζει τον χώρο από τη λησμονιά. Αρκεί να αναλογιστούμε όλα τα άλλα ακρογιάλια που ξεχάστηκαν για να διαπιστώσουμε ότι αυτή είναι και η αποστολή των ποιητών, να ανασύρουν από τη λησμονιά και έτσι να διασώζουν το μυστικό νόημα του είναι των όντων. Γι’ αυτό ο Χάιντεγκερ είχε πει για τους ποιητές ότι δια της γλώσσας καθίστανται οι φύλακες του «Είναι». Το ακρογιάλι έδωσε στον Όμηρο και στον Θερβάντες τη δυνατότητα της ονειροπόλησης. Το όνειρο απλά τους επισκέφτηκε εκεί, στη σιωπή, κι αυτοί έπλασαν την εικόνα με τη γλώσσα και την έσωσαν –ως εικόνα με νόημα πλέον– από τη λησμονιά.
Θυμίζει κι ο Γιώργος Σεφέρης στον «Ερωτικό Λόγο» αυτήν την εμπειρία και την αποστολή του ποιητή με την ίδια αρχετυπική εικόνα:
«Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…
Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό
ξεκίνημά της… τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί…»[15]
Τα ξεχασμένα στο ακρογιάλι της Τρωάδας και της Βαρκελώνης μυστικά της θάλασσας τα διασώζει τελικά ο ποιητής στην αιφνίδια λάμψη της μνήμης που έχει φορέα της τον ποιητικό λόγο. Και γι’ αυτήν την εμπειρία χρειάζεται σιωπή και κινήσεις λεπτές της ψυχής…
Τα δυο ακρογιάλια, της Τρωάδας και της Βαρκελώνης, έγιναν ο προνομιακός τόπος ονειροπόλησης για τον Όμηρο και τον Θερβάντες. Τους χώριζαν 2500 χρόνια. Τους ένωνε η ίδια ανεπίδεκτης φθοράς θάλασσα και μια πίστη στο ιδεώδες sub specie aeternitatis. Στο ακρογιάλι της Τρωάδας ο Αχιλλέας επέλεξε με τον θάνατό του την αθανασία, δείχνοντας ότι η ουσία του ανθρώπου δεν βρίσκεται στη διάρκεια των χρόνων της ζωής του αλλά στη βίωση στιγμών αιωνιότητας. Ο Δον Κιχότης, πάλι, με τη μονομαχία του στο ακρογιάλι της Βαρκελώνης, έδειξε ότι το να πεθαίνεις για την πίστη σου στην ομορφιά του ιδανικού σου, κι ας μην το έχεις δει ποτέ, δεν είναι ήττα αλλά νίκη. Νίκη της αιωνιότητας πάνω στον χρόνο. Χρόνος και αιωνιότητα, πραγματικότητα και φαντασία, λογική και όνειρο, το ταπεινό και το υψηλό, ο Σάντσο Παντσα και ο Δον Κιχότης, συνυφαίνονται στην ανθρώπινη κατάσταση και δεν μπορούν να υπάρξουν το ένα δίχως το άλλο. Τα δυο ακρογιάλια, ωστόσο, της Τρωάδας και της Βαρκελώνης, υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν όχι γιατί, λόγω της υλικής τους συγκρότησης, αντέχουν στον χρόνο, αλλά γιατί τα ονειρεύτηκαν ο Όμηρος και ο Θερβάντες για τους ήρωές τους, τον Αχιλλέα και τον Δον Κιχότη. Ένα ακρογιάλι «είναι», βέβαια, αλλά «είναι» ως δυνατότητα. Για να υπάρξει όμως και να εισέλθει στον κόσμο των όντων και της Ιστορίας και να αποκαλυφθεί ως τέτοιο μοναδικό ακρογιάλι έχει ανάγκη να το ονειρευτεί ο ποιητής. Ένας θνητός ποιητής και ένας μυθιστοριογράφος που ονειρεύονται, με το έργο τους σώζουν τον κόσμο από τη λησμονιά και του χαρίζουν την αιωνιότητα.
Δημήτρης Βλάχος, φιλόλογος 3ο ΓΕΛ Ξάνθης, (τέως Σχ. Συμβ. Φιλολόγων Ροδόπης)
[1]Martin Heidegger, ΚΤΙΖΕΙΝ, ΚΑΤΟΙΚΕΙΝ, ΣΚΕΠΤΕΣΘΑΙ, μτφρ. Γ. Ξηροπαϊδης, Αθήνα 2008. Βλ. και Μάρτιν Χάιντεγκερ, «Το ερώτημα για την τεχνική», στο Μάρτιν Χάιντεγκερ, Περί Πολιτικής – Περί Αλήθειας – Περί Τεχνικής, μτφρ. Δ. Τζωρτζόπουλος, Αθήνα 2011, σ. 160-208.
[2]Martin Heidegger, «…ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΚΑΤΟΙΚΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ…», εισαγωγή Γιώργος Ξηροπαϊδης – μτφρ.: Ιωάννα Αβραμίδου, Αθήνα 2008.
[3] Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, μτφρ. Ι.Σ. Χριστοδούλου, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 296. Βλ. και Παναγιώτης Δόικος, «Η φαντασία και ο εσωτερικός χώρος στο «Περί Ψυχής» του Αριστοτέλη», στο: Παναγιώτης Δόικος, Principia Formarum/ Οντολογία της Στοχαστικής Φαντασίας, Θεσσαλονίκη 2015, σ. 57-63.
[4]Ομήρου Ιλιάδα, μτφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή, Αθήνα 1979,σ. 25.
[5] «But Achilles burst into tears, and withdrew apart from his comrades, and sat down on the shore of the grey sea, looking forth over the wine-dark deep», Homer, The Iliad with an English Translation by A.T. Murray, Ph.D. in two volumes, Λονδίνο. 1924.
[6]Βλ. και Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Νέα ανασκευή του χρόνου», στο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Δοκίμια Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, Αθήνα 2014, σ. 454-477.
[7] Αντρές Τραπιέγιο, Θερβάντες/ Ο συγγραφέας πίσω από τον ήρωα, Αθήνα 2007.
[8] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα, μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης, Αθήνα 2014, σ. 238.
[9]Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, «Το αμύγδαλο του κόσμου», Αθήνα 2002, σ. 455.
[10]Στο 2 Κεφάλαιο του Β΄ Μέρους του βιβλίου ο Δον Κιχότης ρωτάει τον Σάντσο: «Έλα τώρα, Σάντσο, φίλε μου, πες μου τι λένε για μένα στο χωριό, τι γνώμη έχει ο κοσμάκης; Οι ιδαλγοί και οι ιππότες; Τι λένε για την αξία μου, για τα ανδραγαθήματα και την ευγένειά μου;». Και η απάντηση του Σάντσο λίγο πιο κάτω αρχίζει έτσι «Το πρώτο πράγμα που θα πω, λοιπόν, είναι ότι ο κοσμάκης (el vulgo) σας θεωρεί θεότρελο (grandísimo loco), και για μένα λέει ότι δεν είμαι λιγότερο βλαμμένος». Βλ. Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Δον Κιχότης, μτφρ. Δημήτρης Ρήσος, τόμος 2ος, Αθήνα 1997, σ. 38-39.
[11] Πρόκειται στην ουσία για μια μονομαχία, μοναδική στην ιστορία της λογοτεχνίας, που γίνεται ανάμεσα σε δυο Ιππότες για την ομορφιά δυο ανύπαρκτων γυναικών. Ούτε ο Δον Κιχότης έχει δει ποτέ τη Δουλτσινέα του ούτε για τον Ιππότη του Άσπρου Φεγγαριού υπάρχει μια πραγματική γυναίκα με όνομα, σάρκα και οστά για την οποία θα δώσει τη ζωή του υπερασπιζόμενος την ομορφιά της.
[12] Θερβάντες, Δον Κιχότης, ό.π., , σ. 590.
[13] Ο Δον Κιχότης αρχίζει με τη φράση «Σ’ ένα χωριό της Μάντσας, που δεν θέλω να θυμηθώ τ’ όνομά του…» [En un lugar de la Mancha, de cuyo nombre no quiero acordarme…].
[14] Θερβάντες, Δον Κιχότης, ό.π., σ. 649-650.
[15] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Αθήνα 1985, σ. 28.