Πίσω από την ομίχλη
Χτες, τελευταία Κυριακή του Δεκέμβρη, έβρεχε όλο το βράδυ και σήμερα το πρωί ο καιρός είναι κλειστός. Το βουνό στο μοναστήρι της Παναγίας Καλαμούς πάνω από την Ξάνθη το κατάπιε η ομίχλη. Η πρόγνωση του καιρού δίνει καταιγίδες από τις 8 το πρωί μέχρι και το απόγευμα και μετά πάλι βροχές.
Η πρώτη του σκέψη ήταν να μην ανέβει σήμερα το πρωί στο βουνό, αλλά να περπατήσει πιο κοντά, στο πευκοδάσος της Εκκλησιαστικής Σχολής στον Προφήτη Ηλία. Η ομίχλη και η πρόγνωση στην αρχή τον αποθάρρυναν. Το αδιαπέραστο λευκό παραπέτασμα και η δυσοίωνη επιστημονική μετεωρολογική προφητεία ξύπνησαν τον φόβο μέσα του. Κι ο σπόρος του φόβου που υπάρχει θαμμένος στο έδαφος της ψυχής του φυτρώνει όταν δεν βλέπει. Αλλά κι όταν προβλέπει. Ίσως τελικά και να είναι πρόβλημα όρασης ο φόβος.
Μπαίνουν στο αυτοκίνητο αυτός και η σκυλίτσα του, η Ζοζέ, με κατεύθυνση τον ορεινό δρόμο για Σταυρούπολη και με αρχικό σχεδιασμό να στρίψει στο πευκοδάσος της Εκκλησιαστικής Σχολής και του Προφήτη Ηλία. Είναι ο πιο κοντινός προορισμός για περπάτημα μέσα σε δάσος και ο περίπατος εκεί μπορεί να ολοκληρωθεί σε μία ωρίτσα, οπότε και να ξεσπάσει καταιγίδα εύκολα κατεβαίνεις, και με μια ομπρέλα κάπως προφυλάγεσαι. Αυτά του λέει η λογική. Και η ομίχλη, η πρόγνωση του καιρού και η κοινή λογική προκρίνουν αυτή την επιλογή. Ενώ οδηγεί αργά και η φρόνηση τον κατευθύνει στο κοντινό πευκοδάσος, τα μάτια του εξακολουθούν να είναι προσηλωμένα στο βουνό με το μοναστήρι της Παναγίας που έχει χαθεί πίσω από την ομίχλη. Δεν το βλέπει κι όμως ξέρει ότι είναι εκεί και η καρδιά του τον προσκαλεί να αψηφήσει την ομίχλη και τη μετεωρολογική πρόγνωση και να προχωρήσει «πρόσω κατά πάνω στον κίνδυνο», όπως θα έλεγε κι ο Ελύτης. Εκεί θέλει να πάει να περπατήσει σήμερα Κυριακή. Αυτό ζητάει η καρδιά του. Ο φόβος και η κοινή λογική τον αποθαρρύνουν. Η καρδιά του όμως και η μυστική πρόσκληση του κόσμου που βρίσκεται πίσω από την ομίχλη τον ενθαρρύνουν να συνεχίσει. Υπακούει στην πρόσκληση. Ακούει την κλήση και προχωρεί. Η λογική περνά στην αντιπολίτευση. Κυβέρνηση γίνεται η καρδιά.Σε τι διαφέρει το αδιαπέραστο λευκό παραπέτασμα της ομίχλης την ημέρα από το μαύρο πηχτό σκοτάδι της νύχτας; Στο χρώμα, θα μου πεις. Και το μαύρο σε τυφλώνει τη νύχτα και το λευκό σε τυφλώνει το ίδιο τη μέρα. Ο φόβος τρέφεται από αυτή την τύφλωση μπροστά στο αδιαπέραστο παραπέτασμα, είτε λευκό είναι αυτό είτε μαύρο. Και τι είναι αυτό που φοβάσαι, θα μου πεις. Τι να πω; Ρώτα το παιδί που έχεις μέσα σου. Αυτό ξέρει…
Πίσω από το σκοτάδι
Χειμώνας και νύχτωνε νωρίς στα 1967 – 1968. Ένα παιδάκι τεσσάρων πέντε χρονών περιμένει στον βρεφονηπιακό σταθμό να το πάρουν. Έχουν φύγει όλα τα άλλα. Τα πήραν πολύ νωρίτερα οι γονείς τους. Κι αυτό περιμένει ολομόναχο στον μεγάλο θάλαμο με τα κρεβάτια-κουκέτες, τις βαριές χρωματιστές κουρτίνες, τον χαμηλό φωτισμό και τις σκοτεινές γωνιές του. Θα ΄ναι πεντέμισι ώρα το απόγευμα, αλλά ο καιρός είναι μουντός και το σκοτάδι κερδίζει όσο περνάει η ώρα περισσότερο χώρο μέσα στον θάλαμο. Ολοένα και πλησιάζει από τις σκοτεινές γωνιές με τα στρογγυλά τραπεζάκια και τα καρεκλάκια προς το κέντρο και περικυκλώνει το παιδί. Το παιδί περιμένει ανήσυχο. Περιμένει αλλά όχι τους γονείς του. Μεγαλώνει χωρίς γονείς. Περιμένει τον παππού του να το πάρει και να πάνε σπίτι. Αλλά ο παππούς αργεί και το σκοτάδι όσο πάει και απλώνεται και το παιδάκι φοβάται μήπως μείνει μόνο μέσα σ’ αυτό και η νύχτα το καταπιεί. Δεν έχει και κανέναν φακό μαζί του, σκέφτεται, για να τρυπήσει αυτό το μαύρο παραπέτασμα που το πνίγει. Ο χρόνος κυλάει απελπιστικά αργά για το παιδί που περιμένει πολιορκημένο από το σκοτάδι. «Έλα, ήρθε ο παππούς σου», ακούγεται κάποτε η λυτρωτική η φωνή της κυρίας του, και το παιδί τρέχει, τρυπάει το σκοτάδι και πέφτει στην αγκαλιά του παππού. Νιώθει ασφάλεια τώρα. Το σκοτάδι το άφησε πίσω του και πέρασε στην ασφάλεια του φωτός, κρατώντας σφιχτά τον παππού του από το χέρι. Έμαθε από τότε ότι πίσω από το σκοτάδι βρίσκεται πάντα το φως. Έμαθε από παιδάκι πως έπρεπε να αντέξει να περιμένει, να περπατήσει μετά μέσα στο σκοτάδι, να το τρυπήσει, για να περάσει πίσω από αυτό και να φτάσει στο ξέφωτο όπου τον περιμένει το φως… Αυτό έμαθε στον βρεφονηπιακό σταθμό. Πολύτιμη γνώση…
Περπατώντας μέσα στην ομίχλη
Φτάνει στο μοναστήρι της Παναγίας, αφήνει το αυτοκίνητο και ανηφορίζει στον χωματόδρομο μαζί με τη Ζοζέ. Μπαίνει μέσα στην ομίχλη και αρχίζει να περπατά μέσα στη λευκή σιωπή. Άπνοια. Δεν ακούγεται τίποτε. Και τα πουλάκια ακόμη σωπαίνουν. Σιγά σιγά συνηθίζει. Τα μάτια προσαρμόζονται και βλέπει σχετικά καλά μέχρι σε μια απόσταση δέκα μέτρων. Μετά τα δέκα μέτρα όμως όλα τα καταπίνει το λευκό σκοτάδι. Η σκυλίτσα του προχωρεί δίπλα του. Για πρώτη φορά τόσο κοντά του. Φοβάται να απομακρυνθεί. Θέλει να τον βλέπει. Να τον νιώθει δίπλα της. Παράξενη η συμπεριφορά της. Όταν έχει φως την ημέρα, αλλά και τη νύχτα ακόμη, απομακρύνεται και περιπλανιέται μόνη της. Ασυνήθιστη από την ομίχλη, καθώς είναι, τη βλέπει πιο σκοτεινή και από τη νύχτα, ας είναι και λευκή, και τα δέντρα και τα κλαδιά τους, θολά καθώς φαίνονται πίσω από αυτό το λευκό πέπλο, την τρομάζουν. Της φαίνονται σαν αλλόκοτα όντα και τα κοιτάζει με ανησυχία. Το άγνωστο σ’ αυτή λευκό σκοτάδι και οι σκιές των δέντρων μέσα σ’ αυτό την τρομάζουν περισσότερο από τη γνώριμή της σκοτεινιά της νύχτας.
Σε μια ακτίνα δέκα μέτρων διακρίνει γύρω του τις οξιές και τις βελανιδιές. Γυμνά κλαδιά και παρακλάδια, σαν λιπόσαρκα χέρια αμαρτωλών της Δαντικής Κόλασης που ψηλαφούν στα τυφλά μέσα στην ομίχλη, λες και αναζητούν μια έξοδο από αυτή. Και οι κορμοί των γυμνών δέντρων πολύ κοντά ο ένας στον άλλο σαν σώματα μυθικών τεράτων νιώθει να τον περικυκλώνουν και να τον κρατούν φυλακισμένο μέσα σ’ αυτή την λευκή κάψουλα. Κανένα παράθυρο στο φως. Μόνο οι λευκοί τοίχοι της ομίχλης και οι σκιές των δέντρων πίσω από αυτή. Σκέφτεται φωναχτά: «Τι κάνεις λοιπόν τώρα μέσα σ’ αυτό το αδιαπέραστο λευκό κουκούλι που βρίσκεσαι σαν κάμπια κλεισμένος;»
Κάνεις αυτό που ξέρεις. Συνεχίζεις να περπατάς στον χωματόδρομο κι έπειτα στο μονοπάτι. Περπατάς με χαμηλωμένο το βλέμμα στη γη, κοιτάζοντας ενάμισι, δύο μέτρα μπροστά στα πόδια σου, κι ανηφορίζεις, κατηφορίζεις, στρίβεις δεξιά και αριστερά κι ελπίζεις ότι σε κάποια στροφή θα βγεις από αυτή τη λευκή κάψουλα που την κουβαλάς μαζί σου περπατώντας μέσα στο δάσος που βούλιαξε μέσα στην ομίχλη. Ελπίζεις ότι θα βγεις από το λευκό κουκούλι που σε περιβάλλει. Θα βγεις στο ξέφωτο και θα μεταμορφωθείς από κάμπια σε πεταλούδα. Γιατί ξέρεις από παιδί ότι πίσω από το σκοτάδι, λευκό ή μαύρο δεν έχει σημασία, βρίσκεται το φως. Πίσω από την ομίχλη σε κάποια στροφή θα το συναντήσεις. Υπομονή, αντοχή, σταθερός βηματισμός και πίστη σε αυτό το φως που δεν βλέπεις ακόμη, αλλά ξέρεις ότι υπάρχει κάπου εκεί πίσω από την ομίχλη σε μια στροφή του μονοπατιού.
Πατάς στο υγρό χώμα σταθερά, ταπεινά, ευλαβικά. Συγκεντρώνεσαι στον βηματισμό. Δεν σκέφτεσαι τίποτε. Το βλέμμα σου χαμηλωμένο και προσηλωμένο στον βηματισμό σου, πέφτει ενάμισι, δύο μέτρα μπροστά. Δεν υπάρχει ανοιχτός ορίζοντας για να μπορέσεις να βρεις διέξοδο και να ξεφύγεις. Αν κοιτάξεις λίγο ψηλότερα συναντάς στα δέκα μέτρα μπροστά σου τον αδιαπέραστο λευκό τοίχο της ομίχλης, χωρίς κανένα παράθυρο για να δραπετεύσει το βλέμμα σου και να χαθείς σε σκέψεις και ρεμβασμούς που σε αποκοιμίζουν. Ο νους σου συγκεντρωμένος, σαν το σκυλί σου κι αυτός, βρίσκεται μαζί σου, δίπλα σου, και δεν σ’ αφήνει για να χαθεί μέσα στο δάσος των λογισμών, ακολουθώντας χνάρια και μυρωδιές από αναμνήσεις και άπιαστα θηράματα της φαντασίας σου. Ο νους σου δεν βρίσκεται κάπου αλλού αλλά μέσα στο σώμα σου και το πολύ ενάμισι, δύο μέτρα μπροστά σου, μαζί με το σκυλί σου κι αυτός. Και συνεχίζεις να περπατάς με σταθερό και αργό βηματισμό. Συνεχίζεις. Νιώθεις στα πέλματά σου την αντίσταση της γης και τη στήριξη που σου προσφέρει. Περπατώντας μέσα στην ομίχλη βρίσκεσαι με τον νου, την καρδιά και το σώμα στο εδώ και τώρα. Δεν υπάρχει ανοιχτός ορίζοντας για να χαθείς μέσα σ’ αυτόν. Είσαι συγκεντρωμένος στον βηματισμό. Μέσα στην ομίχλη ο χώρος σου είναι περιορισμένος. Εσύ απλά συνεχίζεις να περπατάς σταθερά, ταπεινά, ευλαβικά και η επικράτειά σου είναι αυτό το ενάμισι μέτρο του βηματισμού σου. Δεν απλώνεσαι. Δεν χάνεσαι. Δεν σκορπίζεσαι.
Και κάποτε φτάνεις σε μια στροφή του βουνού, στρίβεις ανηφορίζοντας και ξαφνικά… ξαφνικά η ομίχλη χάνεται, την αφήνεις πίσω σου και βρίσκεσαι σε ένα ξέφωτο λουσμένο στο φως. Πίσω από την ομίχλη, πίσω από το σκοτάδι υπάρχει πάντα ένας τόπος όπου σε περιμένει το φως. Εκεί σε βρίσκει. Στο ξέφωτο!
Το ξέφωτο
«Ξέφωτο της ζωής μου», έτσι την προσφωνούσε, κάθε φορά που τη συναντούσε κρυφά στη φοιτητική της σοφίτα. «Lichtung meines Lebens» (λίχτουνγκ μάινες λέμπενς), την ονόμαζε στα γερμανικά, στη μητρική τους γλώσσα. Βλέπεις, Γερμανός ήταν, υφηγητής φιλοσοφίας στο ειδυλλιακό πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ κι εκείνη Γερμανοεβραία φοιτήτριά του. Η γερμανική γλώσσα ήταν η κοινή τους πατρίδα, όχι η καταγωγή, κι εκείνος είχε τη φήμη του «γητευτή της γλώσσας». «Zauberer der Sprache», μάγο της γλώσσας, έτσι τον προσφωνούσε εκείνη στις ιδιωτικές τους συνευρέσεις. Εκείνος, 35 χρονών τότε, στα 1925 που ξεκινούσε η σχέση τους, πατέρας δύο παιδιών, παντρεμένος με «καθαρόαιμη» Γερμανίδα αντισημίτισσα που έγινε και ενεργό μέλος αργότερα του ναζιστικού κόμματος. Εκείνη μια εύθραυστη κοπέλα 18 χρονών, ορφανή από πατέρα, που είχε έρθει από μακριά, από το κοσμοπολίτικο Καίνιγκσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας στη Βαλτική, την πατρίδα του Καντ, για να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Wunderkind, του παιδιού – θαύματος της φιλοσοφίας, του «μάγου του Μέσκιρχ», όπως τον αποκαλούσαν ειρωνικά στο πανεπιστήμιο, κάνοντας υποτιμητική αναφορά στην μικρή επαρχιακή πόλη της καταγωγής του.
Εκείνος, αποσκιρτήσας καθολικός, ένας αμετακίνητος επαρχιώτης, άνθρωπος τραχύς, που θαύμαζε τους χωριάτες, ένας περιπατητής του Μέλανα Δρυμού, ένας Schwarzwalder, που η «völkisch» λαϊκίστικη νοοτροπία του συμβάδιζε με τον αντισημιτισμό που είχε ιδιαίτερη απήχηση στα γερμανικά πανεπιστήμια στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Εκείνη, ευάλωτη, μελαγχολική, με καταγωγή αστική και παιδεία κοσμοπολίτικη, πίστευε ότι η συμμετοχή της στη μη φυλετική αστική γερμανική κουλτούρα, την Bildung, του Γκαίτε, του Σίλερ και του Κάντ, θα της έδινε την προοπτική ένταξης στη γερμανική κοινωνία μέσα από την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Πατρίδα της ήταν η γλώσσα και η παιδεία κι όχι το αίμα και η γη. Το φυλετικό σύνθημα «Blut und Boden» των εθνικοσοσιαλιστών της ήταν ξένο προς την παιδεία της και απεχθές.
Από το 1925 έως το 1928 κράτησε αυτό το σφοδρό ερωτικό πάθος που σφράγισε τη ζωή και των δύο, του Μάρτιν Χάιντεγκερ και της Χάννα Άρεντ. Ο Μάρτιν τη συναντούσε κρυφά, πρώτα στη φοιτητική της σοφίτα, κι έπειτα, αφού την υποχρέωσε να αλλάξει πόλη και πανεπιστήμιο και να μετακομίσει στη Χαϊδελβέργη, τη συναντούσε μυστικά σε έρημους σταθμούς κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Μάρμπουργκ – Χαϊδελβέργη. Αλλά για πόσο μπορούσε να μείνει κρυφή μια τέτοια «ανάρμοστη» κι επικίνδυνη ερωτική σχέση; Έτσι ο Μάρτιν, μετά τον μόνιμο διορισμό του στο Φράιμπουργκ στα 1928, για λόγους ασφαλείας πλέον, διέκοψε απότομα τον ερωτικό τους δεσμό κι έτσι διακόπηκαν και οι ερωτικές τους συναντήσεις αλλά και η ερωτική φιλοσοφική τους σχέση. Δεν έσβησαν όμως η ανάμνησή ούτε και η επίδρασή αυτών των σχέσεων στη σκέψη και το έργο τους. «Υπήρξες το πάθος της ζωής μου», της εκμυστηρεύτηκε ο Μάρτιν μετά τον Πόλεμο, όταν συμφιλιώθηκαν. «Κανείς δεν μπορεί να δώσει μια διάλεξη όπως εσύ, ούτε έδωσε κανείς πριν από σένα», του έγραψε η Χάννα το 1974, ένα χρόνο προτού αυτή πεθάνει.
Στα 1925 όμως, δεν είχαν μεσολαβήσει η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, η αντισημιτική φρενίτιδα στη Γερμανία, ο λόγος του της πρυτανείας το 1933, η προδοσία του δασκάλου και μέντορά του Χούσερλ, η συμπόρευσή του με το ναζιστικό κόμμα κι όσα φριχτά επακολούθησαν στην Ευρώπη με τον Πόλεμο, την Τελική Λύση και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Εκείνος τότε ήταν 35 χρονών κι εκείνη μόλις 18. Η Χάννα Άρεντ ήταν τότε το «ξέφωτο» της ζωής του. Και πράγματι αυτό ήταν από ερωτική και φιλοσοφική άποψη. Ερωτική και φιλοσοφική ήταν η σχέση τους, δύο όψεις μιας σχέσης, αδιαχώριστες η μία από την άλλη. Και ο όρος «ξέφωτο» (Lichtung), όπως και η κρυπτότητα (Verborgenheit) της σχέσης τους και η σύλληψη της αλήθειας ως μη-κρυπτότητας (Unverborgenheit), πέρασαν στη φιλοσοφία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, η οποία δεν θα είχε αυτή τη μορφή αν δεν υπήρχε η εμπειρία ερωτικής ζωής βιωμένης στοχαστικά. Ήταν η Μούσα του η Χάννα. Χωρίς αυτήν δεν θα είχε γραφτεί το έργο που τον έκανε διάσημο, το Είναι και Χρόνος, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος.
Όχι, δεν έμαθε από αυτήν τίποτε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε ο σοφός δάσκαλος να μάθει από τη φοιτήτριά του; Όχι, τότε δεν έμαθε τίποτε από αυτή με την έννοια της τυπικής μάθησης, της απόκτησης γνώσεων. Αλλά και αργότερα όταν αυτή καταξιώθηκε ως πολιτική επιστήμων ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ούτε σχολίασε θετικά την πολιτική της φιλοσοφία. Ωστόσο, χωρίς την ερωτική και φιλοσοφική τους σχέση δεν θα μπορούσε να καταλάβει ούτε ο ίδιος τη δική του φιλοσοφία. Η Χάννα δεν ήταν το φως αλλά το ξέφωτο, ο χώρος δηλαδή όπου φανερώνονταν τα πράγματα, ο χώρος όπου τα πράγματα και οι ιδέες αποκτούσαν σαφήνεια και διαύγεια και γίνονταν έτσι κατανοητές, κατάλληλες για φιλοσοφικό στοχασμό. Η Χάννα, το ξέφωτο της ζωής του, επέτρεψε στον νεαρό Μάρτιν να κατανοήσει την ίδια του τη φιλοσοφία σε μια εποχή όπου αυτή βρισκόταν ακόμη υπό διαμόρφωση. Η ερωτική τους σχέση έγινε το ξέφωτο. Όχι το φως το ίδιο αλλά ο χώρος περισυλλογής του φωτός, ο χώρος αποκάλυψης της αλήθειας, ο χώρος της μη-κρυπτότητας. Αυτός ο χώρος που τόσο είχε λείψει από την προσωπική τους σχέση. Σ’ αυτόν τον χώρο, σ’ αυτό το ξέφωτο της ερωτικής και φιλοσοφικής τους σχέσης, η αλήθεια δεν ήταν προϊόν της νόησης αλλά της εμπειρίας, μιας εμπειρίας που ήταν αναπόσπαστη από την πραγματικότητα (Tatsächlichkeit) και την ιστορικότητα (Geschichtlichkeit). Στα τρία χρόνια (1925-1928) αυτής της μυστικής σχέσης η Χάννα Άρεντ έγινε το ξέφωτο της ζωής του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Έγινε ο χώρος όπου οι σκοτεινές έννοιες της φιλοσοφίας του μοναχικού περιπατητή του Μέλανα Δρυμού απέκτησαν διαύγεια, καθώς φωτίστηκαν από το φως της αγάπης.
Η Χάννα Άρεντ δεν ήταν το φως αλλά ο ανοιχτός χώρος ο οποίος διανοίγεται (Erschlossenheit:διάνοιξη, την ονόμαζε στη φιλοσοφία του) μέσα στο σκοτεινό δάσος κι όπου συντελείται η περισυλλογή του φωτός. Κι έτσι η ερωτευμένη νεαρή φοιτήτρια Χάννα Άρεντ έγινε ο χώρος που φιλοξένησε το φως της κατανόησης των φιλοσοφικών του ιδεών. Η ερωτική τους σχέση έγινε το ξέφωτο, έγινε η χώρα του αχώρητου (φωτός) που διαυγάζει τα πάντα. Και μέσα εκεί, σ’ αυτό το ξέφωτο συντελέστηκε η μεταμόρφωση των σκοτεινών φιλοσοφικών ιδεών του νεαρού Χάιντεγκερ σε «πράγματα που σπαρταρούσαν σαν τα ψάρια μέσα στο χρυσό δίχτυ του ήλιου», όπως θα περιέγραφε με τη γλώσσα της ποίησης ο Σεφέρης αυτή την αλλαγή που συντελέστηκε στη φιλοσοφία με τον Χάιντεγκερ. Η υπαρξιακή φιλοσοφία του ανταποκρινόταν στους όρους της πραγματικής ζωής των ανθρώπων και λέξεις της ανθρώπινης εμπειρίας άρχισαν να χρησιμοποιούνται φιλοσοφικά αντί για τις καθιερωμένες ακαδημαϊκές θεωρητικές έννοιες. Αγωνία, ύπαρξη, μέριμνα, ζωή, θάνατος, φλυαρία, πράξη, απόφαση τεχνοκρατία, σιωπή, φλυαρία, αδιαφορία, κι άλλες τέτοιες λέξεις από την βιωμένη ανθρώπινη εμπειρία χρησιμοποιήθηκαν στη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ και της έδωσαν έναν πρακτικό ανθρώπινο προσανατολισμό. Κι όλα αυτά ξεκίνησαν από το ξέφωτο της σχέσης του Μάρτιν με τη Χάννα Άρεντ.
Φαντάζομαι αυτόν τον μοναχικό περιπατητή του Μέλανα Δρυμού μέσα στην ομίχλη. Τον φαντάζομαι να περπατά συλλογισμένος για το Είναι των όντων και την αλήθεια, μέσα στο σκοτεινό δάσος της φιλοσοφίας του. Τον βλέπω να περπατά συλλογισμένος αργά και σταθερά πάνω στα χαραγμένα μονοπάτια των ξυλοκόπων, στα αδιέξοδα μονοπάτια του δάσους, στα Holzwege του, αυτά που δεν οδηγούν πουθενά παρά μόνο στις πηγές, όπως συνήθιζε να λέει αινιγματικά. Τον βλέπω να ανηφορίζει αργά και σταθερά, με μια ευφρόσυνη ανησυχία, λες και πάει να συναντήσει την αγαπημένη του Χάννα που τον περιμένει στο φοιτητικό της δωμάτιο μέσα στη σκοτεινή νύχτα του Δεκέμβρη, κάνοντάς του το συνηθισμένο σινιάλο αναβοσβήνοντας το φως. Τον βλέπω, ναι, τον βλέπω μπροστά μου να περπατά σκυφτός, με τα χέρια πίσω στην πλάτη να κρατούν το ραβδί του οδοιπόρου, σε μια στροφή του μονοπατιού να βγαίνει ξαφνικά έξω από την ομίχλη του σκοτεινού δάσους σε ένα ξέφωτο.
Κι εκεί, στη μέση του ξέφωτου, τον βλέπω τον Μάρτιν Χάιντεγκερ να στέκεται εκστατικός μπροστά στη διαύγεια και την καθαρότητα που δωρίζει το φως στις ιδέες του, καθώς διαλύει την ομίχλη του δάσους που τις συσκότιζαν, και να αποκαλύπτει το πρόσωπο της αγαπημένης του της Χάννα να του χαμογελά.
Ξάνθη, Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020