Ο ελληνικός θυμός[1]

[https://www.paratiritis-news.gr/politismos/o-ellinikos-thymos/]

Οι Έλληνες είμαστε θυμωμένος λαός από την αρχαιότητα ακόμη. Και μάλιστα είμαστε οι πρώτοι που όχι μόνο συνειδητοποιήσαμε τον θυμό μας αλλά τον κάναμε και ποίημα, το πιο πολυδιαβασμένο. Η πρώτη λέξη αυτού του αρχαιότερου ελληνικού ποιήματος της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, στα μέσα κιόλας του 8ου προχριστιανικού αιώνα, είναι η λέξη «μήνις», ο θυμός, η οργή. Και ακολουθούν φυσικά η έρις, η φιλονικία, δηλαδή, και η σύγκρουση. «Τον άγριο θυμό, θεά τραγούδησε του Αχιλλέα…» Έτσι αρχίζει η Ιλιάδα του Ομήρου και έτσι φανερώθηκε ο ελληνικός θυμός πρώτα σαν ποίημα.

Και τι τον κάνεις τώρα αυτόν τον θυμό από τη στιγμή που τον έχεις; Πού να τον ακουμπήσεις για να ξαποστάσεις; Πώς να τον μεταμορφώσεις σε κάτι άλλο, αν δεν μπορείς να τον σβήσεις; Για τους βουδιστές ο θυμός δεν είναι πρόβλημα. Απλά δεν υπάρχει γι’ αυτούς. Ή είσαι βουδιστής ή θυμωμένος. Υπάρχει διάζευξη όχι σύζευξη. Βουδιστής και θυμωμένος είναι αντίφαση per se, αντίφαση καθεαυτήν, που λένε και οι νομικοί. Για τους Έλληνες όμως ο θυμός, «η μήνις», είναι το πρόβλημα κατεξοχήν, και συγχρόνως η πρώτη λέξη της ελληνικής ποιητικής Βίβλου, της Ιλιάδας. «Μήνιν άειδε Θεά…»

Η ελληνική φιλοσοφία από τον Σωκράτη και μετά έκανε φιλότιμες προσπάθειες για να τιθασεύσει και να υποτάξει τον θυμό στη λογική. Θυμώνεις από άγνοια. Αν είχες αληθινή γνώση της ανθρώπινης φύσης και των συνθηκών εντός των οποίων δρουν οι άνθρωποι δεν θα θύμωνες ό,τι και να σου έκανε ο άλλος. Σε κλώτσησε κάποιος χωρίς φανερό λόγο και αιτία; Αγνόησέ τον. Πες ότι σε κλώτσησε ένας γάιδαρος. Τον γάιδαρο τον πας στο δικαστήριο αν σε κλωτσήσει; Όχι, φυσικά! Ζώο είναι, δεν ξέρει τι κάνει. Παράβλεψέ το. Μη θυμώνεις γι’ αυτό, μην το παίρνεις προσωπικά! Αυτά λέει ο Σωκράτης και συνεχίζουν Επικούρειοι και Στωικοί μέχρι να φτάσουν στην αταραξία. Εκεί δεν έχει θέση ο θυμός…μόνο η γαλήνη.

Και ο Χριστός, την ώρα μάλιστα που τον σταυρώνανε, αντί να θυμώσει και να το πάρει προσωπικά, είπε εκείνο το θεϊκό, γραμμένο στα ελληνικά στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι» (Λουκ. 23,34). «Πατέρα συχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν!». Και πριν τον σταυρώσουν, για την αγάπη δίδασκε, και έλεγε για το άλλο μάγουλο που πρέπει να γυρίσεις αντί να θυμώσεις και να ανταποδώσεις το χαστούκι που έφαγες. Γιατί ο θυμός σου είναι το πραγματικό χαστούκι που δίνεις εσύ στον εαυτό σου, ενώ το χαστούκι που σου έδωσε ο άλλος      – φαντάσου το κάτι σαν την κλωτσιά του γαϊδάρου που έλεγε ο Σωκράτης –  δεν σε αφορούσε. Κι αφού δεν σε αφορούσε, δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο χαστούκι. Υπάρχουν πραγματικά μόνο αυτά που σε αφορούν ως αληθινή ύπαρξη κι όχι αυτά που αποτελούν κατασκευές του μυαλού σου, όπως το τι θα πουν άλλοι, η φήμη και η υπόληψή σου και τόσα άλλα που αφορούν την εικόνα σου κι όχι εσένα. Την εικόνα σου μπορούν να χαστουκίσουν. Και αυτή θυμώνει. Δεν χαστουκίζουν εσένα. Κι εσύ δεν είσαι η εικόνα σου!

Τη διαφορά όμως ανάμεσα στην εικόνα και στην ύπαρξη (ή την ψυχή) δεν την καταλαβαίνουν ούτε ο Αχιλλέας, όταν τον πρόσβαλε ο Αγαμέμνονας, ούτε ο Οδυσσέας, όταν τον προσβάλλουν οι μνηστήρες μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Είναι Έλληνες της ομηρικής εποχής (1100-750 π.Χ.) αυτοί και θυμώνουν. Δεν είναι βουδιστές ούτε καν χριστιανοί. Και τι κάνουν όταν θυμώνουν;

Ε, κάνουν αυτό που κάνουν και οι χριστιανοί και οι βουδιστές, όταν αμαρτάνουν. Αν βρεθούν δηλαδή σε ανάγκη κάποτε, χάσουν τον έλεγχο και θυμώσουν, ενώ δεν θα έπρεπε. Τι κάνουν χριστιανοί και βουδιστές; Ομολογούν στον εαυτό τους τον θυμό τους. Δεν τον κρύβουν. Τον εξομολογούνται και τον συγκρατούν,. Αυτό είναι μια ανθρώπινη, λογική και ανακουφιστική αντίδραση. Συνήθως είναι και σωτήρια.

[…]

Ο Αχιλλέας εξοργισμένος από την προσβολή ανασύρει από το θηκάρι του το σπαθί για να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα. Η Αθηνά προβάλλει εξ ουρανού και τον συγκρατεί.

Τώρα να τον σφάξεις ή να βάλεις φρένο στην οργή σου; Αυτό είναι το δίλημμα με το οποίο πάλευε η καρδιά και ο νους του Αχιλλέα. Ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας όχι μόνο τον πρόσβαλε δημόσια, αλλά του ανακοινώνει ότι θα του πάρει ο ίδιος το «γέρας» του, την όμορφη Βρισηίδα, το δώρο με το οποίο τον τίμησαν οι Έλληνες συμπολεμιστές του. Έχει ήδη πιάσει ο Αχιλλέας τη λαβή του ξίφους του και το ανασύρει από το θηκάρι. Κι εκείνη τη στιγμή έρχεται βοήθεια εξ ουρανού. Η Αθηνά, σταλμένη από την Ήρα, φανερή σ’ αυτόν, αόρατη στους άλλους, τον πιάνει από τα ξανθά μαλλιά, τον ξυπνά από το όνειρο του θυμού του –ε, κι ο θυμός όνειρο είναι- και τον συγκρατεί. «Βάλε στη θήκη το ξίφος και σταμάτα εδώ τη διαμάχη. Βρίσε τον όσο θες με λόγια κι όταν φτάσει η ώρα τρίδιπλα δώρα ακριβά θα πέσουν στα πόδια σου για την προσβολή που σου έγινε. Προς το παρόν κρατήσου κι άκουσε τη συμβουλή μας!» Αυτά του λέει η Θεά της φρόνησης και τη σοφίας, η Αθηνά με τα λαμπερά μάτια, η «γλαυκώπις», που κάτι από αυτή τη θεϊκή λάμψη υπάρχει μέσα στον νου του ανθρώπου γι’ αυτό και μπορούσε κι ο Αχιλλέας να την αναγνωρίσει. Και ο Αχιλλέας υπάκουσε. Από ανάγκη υπάκουσε, βέβαια. Και δεν είναι ντροπή αυτή η υπακοή, αφού ακόμη και οι θεοί υπακούν στην ανάγκη. «Ανάγκα και θεοί πείθονται…» Ναι! Κι έτσι αποφεύχθηκε το χειρότερο, πέρα από το ότι τη γλίτωσε ο Αγαμέμνονας. Και το χειρότερο είναι ότι δεν θα είχε συντεθεί η Ιλιάδα, όπως την ξέρουμε, και θα τελείωνε στους 200 πρώτους στίχους της Α΄ ραψωδίας. Γιατί, πάντα υπάρχει κάτι χειρότερο που μπορεί να μας βρει από αυτό που προκαλεί τον θυμό μας. Ας μην το ξεχνάμε!

[…]

Δεύτερη περίπτωση ελληνικού θυμού που γίνεται συνειδητός και συγκρατείται είναι η περίπτωση του Οδυσσέα στην ραψωδία υ της ομηρικής Οδύσσειας. Εδώ ο ήρωας έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο από τον Αχιλλέα στον τρόπο διαχείρισης του θυμού. Έχει επιστρέψει πια μετά από 20 χρόνια απουσίας στην Ιθάκη, και στο σπίτι του εμφανίζεται μεταμφιεσμένος σαν κουρελής ζητιάνος. Οι μνηστήρες τρώνε, πίνουν, σπαταλούν το βιός του, θέλουν να του πάρουν τη γυναίκα, τη φρόνιμη, έξυπνη και ευρηματική, την «περίφρονα» Πηνελόπη, και να βγάλουν από τη μέση τον γιο του, τον Τηλέμαχο. Και αρκετοί από τους δούλους του τα έχουν κάνει πλακάκια με τους μνηστήρες και τους υποστηρίζουν. Μετά τη συνομιλία του με την Πηνελόπη, όπου δεν της αποκαλύπτει ακόμη την ταυτότητά του, πλαγιάζει ο Οδυσσέας στον πρόδομο, όπου του έστρωσαν οι δούλες ένα βοϊδοτόμαρο για να κοιμηθεί. Εκείνος όμως αγρυπνούσε. Τον απασχολούσε ο τρόπος που θα εξόντωνε τους μνηστήρες, καμιά πενηνταριά όλοι τους, κι αυτός μόνος με τον Τηλέμαχο. Κι ενώ βασανιζόταν μέσα στην αγρύπνια του από αυτές τις σκέψεις, βλέπει κάποιες από τις δούλες του σπιτιού του να ξεπορτίζουν για να πάνε να πλαγιάσουν με τους μνηστήρες. Ακούει τα γελάκια και τις χαρούλες τους και βράζει από τον θυμό του. Και πάλι εμφανίζεται το δίλημμα όπως στην περίπτωση του Αχιλλέα: να τις σκοτώσει μία μία ή να συγκρατηθεί για να μην προδοθεί στους μνηστήρες και να τις αφανίσει μετά. Η καρδιά του γάβγιζε μέσα του σαν σκύλα («κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει», υ 13) που υπερασπίζεται τα κουτάβια της και τον παρακινούσε να τις σκοτώσει. Ο νους του όμως τον συγκρατούσε. Κι αρχίζει ένα μάλωμα ανάμεσα στον νου και την καρδιά του. Το συναίσθημα που έχει κυριέψει την καρδιά του είναι ο θυμός. Και ο θυμός ζητάει εκδίκηση. Τυφλή εκδίκηση όμως. Ο νους όμως έχει άλλο σχέδιο. Προηγείται ο αφανισμός των μνηστήρων. Αυτοί είναι η πραγματική απειλή κι όχι οι άπιστες δούλες.

«Μιλώντας τότε τα ’βαλε με την καρδιά του, τα στήθη του χτυπώντας: «Καρδιά μου κράτα! Κράτησες άλλοτε και πιο σκυλίσιο πόνο, όταν ο Κύκλωπας, άγριος κι ασυγκράτητος, σου έφαγε γενναίους συντρόφους.  κι όμως εσύ δεν δείλιασες, ώσπου το κοφτερό μυαλό σου σ’ έβγαλε έξω απ’ τη σπηλιά, κι ας βρέθηκες στο χείλος του χαμού.»[2]

Έτσι μιλώντας, μάλωνε την καρδιά του, κι αυτή τον άκουσε  και συγκρατήθηκε, να μην ξεσπάσει η τόση οργή της…»

Καρδιά μου, κράτα! «Τέτλαθι δή, κραδίη…», υ 18.

Ο Οδυσσέας μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο πλαγιάζει στον πρόδομο του παλατιού του, ενώ οι υπηρέτριες ξεπορτίζουν για να συναντηθούν με τους μνηστήρες.

Ο νους του πολυμήχανου Οδυσσέα ελέγχει το συναίσθημα και δεν αφήνει τον θυμό να επικρατήσει. Και μάλιστα ο έλεγχος αυτός γίνεται με όλους τους τρόπους, και με τη βία ακόμη. Ο νους πρώτα μιλάει στην καρδιά που κυβερνιέται από το πάθος του θυμού. Ο νους μετά τη μαλώνει που «γαβγίζει» και δεν λέει να ησυχάσει και να υπακούσει στη λογική. Τέλος, χτυπώντας τα στήθη του ο «πολύτλας» (βασανισμένος) Οδυσσέας, ξυπνάει την καρδιά του από το όνειρο της οργής που την έχει κυριέψει.    – Κι η οργή όνειρο είναι – Της θυμίζει ότι ο νους κυβερνά κι όχι το τυφλό συναίσθημα. «Κι η καρδιά του τον άκουσε και συγκρατήθηκε, να μην ξεσπάσει η τόση οργή της…». Τέλος! Κυβερνήτης είναι ο νους κι όχι ο θυμός! Αυτή είναι η ελληνική απάντηση στον θυμό.

Με τον θυμό του Αχιλλέα στην αρχή της Ιλιάδας και την οργή του Οδυσσέα προς το τέλος της Οδύσσειας βρισκόμαστε στην πρώτη ποιητική περιγραφή του θυμού και της διαχείρισής του από τους Έλληνες. Όχι, δεν έχουν φτάσει στη βουδιστική συμπόνια, ούτε στη χριστιανική συχώρεση και αγάπη. Εξακολουθούν να βράζουν από τον θυμό τους οι ήρωες και οι άνθρωποι και δεν μπορούν να τον μεταμορφώσουν σε κάτι άλλο. Ωστόσο, συνειδητοποιούν το κακό που μπορεί να τους κάνει αν αφεθεί ανεξέλεγκτος και τον συγκρατούν. Κι αυτή η συνειδητοποίηση είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση της ανθρωπιάς. Το δεύτερο βήμα είναι η υποταγή της καρδιάς στον νου. Ποιας καρδιάς όμως; Όχι εκείνης που λειτουργεί στη συχνότητα της αγάπης, αλλά εκείνης που υποφέρει από την τυραννία του θυμού. Θα πρέπει να περιμένουμε πάνω από δυο αιώνες την Αντιγόνη του Σοφοκλή για να ακούσουμε το «δεν γεννήθηκα για να μοιράζομαι το μίσος αλλά την αγάπη» και να δούμε τον Σωκράτη να πίνει αδιαμαρτύρητα και χωρίς θυμό το κώνειο μέσα στη φυλακή.

Δημοσίευση στον Παρατηρητή της Θράκης, 08/02/2024. Για να διαβάσετε το άρθρο κάνετε κλικ εδώ.

 

[1]Το αφήγημα αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο Δημήτρης Βλάχος – Κωνσταντίνος Βλάχος, Ξεκόλλα απ’ τη σχεδία! Μαθήματα ζωής από την ομηρική Οδύσσεια, εκδ. Ρώμη 2023. Και σε podcast μπορείτε να το ακούσετε στην εκπαιδευτική διαδικτυακή πλατφόρμα για την προώθηση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού των Glossonauts στο spotify: https://open.spotify.com/episode/0XdP8nIY7QU1ffq01VtGwx?si=883c9e92a82d48c9

 

[2] Οι μεταφράσεις της Οδύσσειας που δίνονται σ’ αυτό το βιβλίο είναι του Δ.Ν. Μαρωνίτη.

Pin It on Pinterest

Share This