Τόσα πράγματα περνούν μπροστά από τα μάτια μας κάθε μέρα, κι όμως δεν βλέπουμε τίποτε. Υπνοβάτες της ημέρας είμαστε με ανοιχτά μάτια. Κι έτσι ζούμε σχεδόν μια ολόκληρη ζωή. Και φεύγουμε στο τέλος με ανοιχτά μάτια και με μια έκπληξη τρόμου σ’ αυτά που κραυγάζει: «μα αυτό ήταν η ζωή μου;»
Μάτια ανοιχτά αλλά τυφλά σαν τα μάτια των αγαλμάτων. Μάτια που κοιτούν αλλά δεν βλέπουν. Κι όμως, αν χρησιμοποιούσαμε τα μάτια μας κι αν παρατηρούσαμε αυτά που συμβαίνουν μπροστά μας. Αν παρατηρούσαμε τις πράξεις των άλλων και τις δικές μας. Ακόμη και τις ταπεινές καθημερινές μας πράξεις, αυτές που τις κάνουμε με τρόπο μηχανικό χωρίς να έχουμε επίγνωση, σαν να απουσιάζουμε από την ίδια μας τη ζωή, αν παρατηρούσαμε… Τότε ίσως και να μαθαίναμε κάτι από αυτή τη ζωή. Ίσως τότε να μη φεύγαμε από αυτόν τον κόσμο με ανοιχτά μάτια και με την απορία «μα τόσα χρόνια πώς έγινε και δεν είδαμε τίποτε και δεν μάθαμε τίποτε;»
Πώς να μπεις μέσα στο μυαλό και την καρδιά του άλλου για να τον καταλάβεις και να συνεννοηθείς μαζί του; Πώς να μπεις μέσα στο δικό σου σπίτι, στο δικό σου μυαλό, στη δική σου καρδιά, έτσι όπως είναι κλειδαμπαρωμένο, με κλειστά παράθυρα και πόρτες, για να βοηθήσεις το παιδί που είναι κλεισμένο μέσα να βγει έξω στο φως και να χαρεί τη ζωή χωρίς ενοχές και φόβους; Το παιδί που είσαι εσύ, εντέλει, και περιμένει βοήθεια από σένα που μεγάλωσες πια. Πώς να αντιμετωπίσεις τους ανεξήγητους φόβους και τις επιθυμίες που γίνονται εφιάλτης και σε ξυπνούν τις νύχτες χωρίς να ξέρεις από πού ήρθαν, γιατί ήρθαν και τι θέλουν από σένα; Πώς να εισχωρήσεις μέσα στο παρελθόν σου, αυτό που θυμάσαι κι αυτό που δεν θέλεις να θυμάσαι και το έχεις ξεχάσει, αλλά νιώθεις το βάρος του στον ύπνο και τον ξύπνιο σου; Πώς να μαλακώσεις τον πετρωμένο χρόνο της ζωής που έζησες και να τον πλάσεις ξανά δίνοντάς του τη αληθινή σου μορφή κι όχι τη μορφή που του έδωσαν η τύχη και η ανάγκη; Πώς να ξαναγράψεις το βιβλίο της ζωής που έζησες κάνοντας διορθώσεις, σβήνοντας και γράφοντας, αφαιρώντας σελίδες ολόκληρες και προσθέτοντας κεφάλαια ζωής που δεν υπήρχαν στην πρώτη έκδοση που έζησες, αλλά θα μπορούσαν να υπάρξουν σε άλλες εκδόσεις ζωής συμπληρωμένης και αναθεωρημένης; Πώς να ξαναγίνεις από μαρμάρινο ακρωτηριασμένο άγαλμα, ζωντανό σώμα με ζωή και κίνηση, και να βγεις έξω από το μουσείο του πετρωμένου χρόνου και να περπατήσεις ελεύθερος με σταθερό βήμα πάνω στη γη και κάτω από τον ουρανό;
Πώς να σταθείς απέναντι στα παραπάνω ερωτήματα και να αντέξεις να τα κοιτάξεις κατάματα χωρίς να τους γυρίσεις την πλάτη; Αν έζησες όλη τη ζωή σου σαν υπνοβάτης με μάτια ανοιχτά που δεν έβλεπαν τίποτε από όσα περνούσαν μπροστά σου, ζωή ήταν αυτή που έζησες ή όνειρο;
«Γιατί περάσαν τόσα και τόσα μπροστά στα μάτια μας/ που και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτε…», Σεφέρης, «Μυθιστόρημα ΚΒ΄».
*
«Τα φασόλια τα μουσκεύεις πρώτα. Αλλιώς δεν τρώγονται και δεν χωνεύονται. Γίνονται πέτρες όσο και να τα βράσεις».
Τη θυμάμαι στην κουζίνα της να μαγειρεύει, τότε που το κέντρο του σπιτιού, η ιερή του εστία, βρισκόταν εκεί κι όχι όπως σήμερα στο καθιστικό ή στη «σαλοκουζίνα». Χειμώνας ήταν, η σόμπα αναμμένη με το τσαγιερό επάνω, κι από το μεγάλο παράθυρο να μπαίνει το φως της ημέρας. Μεγάλη ήταν η κουζίνα, ένα ολόκληρο δωμάτιο της μονοκατοικίας, με τον καναπέ, την πολυθρόνα απέναντι στη σόμπα, το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι στη μέση και τις καρέκλες γύρω του. Όλα χωρούσαν σ’ αυτό το δωμάτιο. Σ’ αυτό το τραπέζι έτρωγε πάντα όλη η οικογένεια. Σ’ αυτό το τραπέζι τα παιδιά της διάβαζαν και έγραφαν τα μαθήματά τους για το σχολείο όταν ήταν μαθητές. Σ΄ αυτό το τραπέζι άνοιγε φύλλο για την πίτα και έφτιαχνε πλεξούδες τα πασχαλινά τσουρέκια της. Όλα γίνονταν εκεί μέσα στην κουζίνα της. Στην ιερή εστία του σπιτιού της. Ακόμη και το εικονοστάσι με το καντηλάκι εκεί βρισκόταν, ψηλά πάνω από τα ντουλάπια στη γωνία.
Θυμάμαι αυτή τη γλυκιά χαλάρωση που ένιωθα τον χειμώνα, όταν καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα, με τα πόδια απλωμένα σε μια καρέκλα και τη Σόνια, την ασπρόμαυρη γάτα του σπιτιού πάνω στα γόνατά μου να γουργουρίζει, παρατηρούσα την πεθερά μου να μαγειρεύει. Τη θυμάμαι την κυρία Σοφία, θα ’ταν 70 χρονών τότε, ροδομάγουλη και καλοφτιαγμένη ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία, με πυκνά κοντά μαλλιά και όλα της τα δόντια, και τα χρυσά σκουλαρίκια της μάνας της κρεμασμένα πάντα στα αυτιά της. Τη θυμάμαι να κάνει δουλειές στην κουζίνα της σιωπηλή, με κινήσεις χωρίς βιασύνη, τελετουργικές θαρρείς. Κινήσεις αργές που προσκαλούσαν το μάτι να τις δει. Το ξεκούραζαν με τη βραδύτητά τους και το μάθαιναν να βλέπει με σεβασμό τις απλές ταπεινές εργασίες παρασκευής φαγητού κι όχι να τις προσπερνά βιαστικά ως ανάξιες παρατήρησης. Δεν βιαζόταν. Όχι, δεν βιαζόταν καθόλου όταν μαγείρευε, σε αντίθεση με μένα που θεωρούσα τότε ότι το μαγείρεμα είναι μια εργασία διεκπεραίωσης που πρέπει να ξεμπερδεύουμε μαζί της όσο γίνεται πιο γρήγορα, γιατί έχουμε τόσα άλλα πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτούμε και να κάνουμε στη ζωή μας. Ήμουν πολύ νέος τότε και με γοήτευε η ταχύτητα και η πολυπραγμοσύνη.
Τώρα, χρόνια μετά αφού συγχωρέθηκε η καλή αυτή γυναίκα, αναδύονται μέσα μου οι εικόνες της. Τότε, απλώς χαλάρωνα κοιτάζοντάς τη να μαγειρεύει, τώρα όμως βλέπω πραγματικά τι έκανε και συλλογίζομαι τη σοφία των σιωπηλών τελετουργικών κινήσεών της που έδειχναν φροντίδα, σεβασμό και γνώση για τα πράγματα αυτού του εφήμερου κόσμου. Σαν το φως που φτάνει σε μας χρόνια μετά τον θάνατο του αστεριού που το γέννησε, έτσι κι αυτές οι εικόνες περνούν μπροστά στα μάτια μου τώρα που εκείνη δεν είναι πια εδώ μαζί μας. Τότε τις ζούσα αυτές τις εικόνες χωρίς να τις κατανοώ. Περνούσαν τόσες πολλές μπροστά από τα μάτια μου, που και τα μάτια μου δεν έβλεπαν τίποτε. Απλά κοιτούσαν. Τώρα όμως, χρόνια μετά, τις βλέπω πραγματικά και τις καταλαβαίνω. Βλέπεις, και το φως θέλει το χρόνο του μέχρι να φτάσει σε μας και να μας φωτίσει, για να δούμε και να καταλάβουμε αυτά που πέρασαν κάποτε μπροστά από τα μάτια μας.
«Τα φασόλια τα μουσκεύεις πρώτα αποβραδίς, αλλιώς δεν τρώγονται, γίνονται πέτρες όσο και να τα βράσεις», μού έλεγε και με τη χούφτα υπολόγιζε τις μερίδες για τους γίγαντες που θα τρώγαμε την επόμενη ημέρα. Η χύτρα ταχύτητας, για την οποία της μιλούσα, δεν την ενδιέφερε, γιατί η ταχύτητα δεν είχε θέση στην κουζίνα της. «Το φαγητό πρέπει να σιγοβράζει, να σιγοψήνεται και να είσαι από πάνω του συνέχεια, να το βλέπεις, να το προσέχεις σαν μωρό, να νοιάζεσαι γι’ αυτό και να μην κάνεις τίποτε άλλο εκείνη την ώρα…» Αυτά ήταν τα λόγια της, ενώ, υπολογίζοντας με το αλάθητο μάτι της εμπειρίας της, πρόσθετε την τελευταία χούφτα γίγαντες στην κατσαρόλα, για να τους βάλει να μουλιάσουν όλη τη νύχτα.
Αυτό το αλάθητο μάτι της εμπειρίας που την έκανε να μετράει σωστά όχι μόνο τις μερίδες, αλλά να ζυγίζει τις καταστάσεις και τους ανθρώπους, μου θυμίζει σήμερα την παρατήρηση του Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχειά του (1143b, XI): «Στις αναπόδεικτες, άρα, κρίσεις και γνώμες των έμπειρων, των ηλικιωμένων και των φρόνιμων ανθρώπων πρέπει να δίνουμε όχι λιγότερη προσοχή από ό,τι στις αποδείξεις. γιατί έχοντας αποκτήσει όλοι αυτοί μέσω της εμπειρίας τους ένα «μάτι», βλέπουν τα πράγματα σωστά.», [ὥστε δεῖ προσέχειν τῶν ἐμπείρων καὶ πρεσβυτέρων ἢ φρονίμων ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι καὶ δόξαις οὐχ ἧττον τῶν ἀποδείξεων· διὰ γὰρ τὸ ἔχειν ἐκ τῆς ἐμπειρίας ὄμμα ὁρῶσιν ὀρθῶς].
Κι εδώ υπάρχουν θεοί… Μέσα στην κουζίνα. Θυμάμαι τα λόγια του Ηράκλειτου στους ξένους που επισκέφτηκαν τον μεγάλο σοφό και τον βρήκαν στην κουζίνα να κάθεται δίπλα στη φωτιά και να ζεσταίνεται. Χειμώνας θα ήταν και τότε. «Μη διστάζετε διότι κι εδώ υπάρχουν θεοί», τους είπε ενθαρρύνοντάς τους να προχωρήσουν.», [ἐκέλευε γὰρ αὐτοὺς εἰσιέναι θαρροῦντας· εἶναι γὰρ καὶ ἐνταῦθα θεούς]. Το περιστατικό το αναφέρει ο Αριστοτέλης στο Περὶ ζῴων μορίων 644b23-645a37, θέλοντας να δείξει ότι η σπουδή και των πιο ασήμαντων ζώων κρύβει μέσα του κάτι το φυσικό που είναι και ωραίο. Γιατί στη φύση δεν υπάρχει τυχαιότητα, αλλά όλα έχουν κάποιο σκοπό. Κι ο σκοπός είναι κάτι ωραίο για τον Σταγειρίτη. Αυτά λέει ο Αριστοτέλης. Θα έλεγα, ακόμη, διευρύνοντας την άποψη του Αριστοτέλη, ότι η παρατήρηση των συνηθισμένων πραγμάτων, των απλών εργασιών και των καθημερινών συμβάντων μάς προσφέρει διδαχή κι ευχαρίστηση. Παρατηρώντας εκπαιδεύουμε τα μάτια μας, τα μαθαίνουμε να βλέπουν και έτσι συνειδητοποιούμε αυτά που βλέπουμε. Κι ο Ηράκλειτος θα περνούσε πολλές ώρες μπροστά στη φωτιά στην κουζίνα του σπιτιού του, παρατηρώντας τη και στοχαζόμενος πάνω σ’ αυτή, προτού την κάνει κέντρο της φιλοσοφίας του, το «ἀείζωον πῦρ», το «ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα». Κι ο Αριστοτέλης δεν είναι τυχαίο που μνημονεύει αυτή την εικόνα του Ηράκλειτου να ζεσταίνεται μπροστά στον φούρνο στην κουζίνα του σπιτιού του. Γιατί κι αυτός στήριξε τη φιλοσοφία του στην παρατήρηση απλών καθημερινών εργασιών και συχνά ανατρέχει στην εμπειρία της παρατήρησης των τεχνιτών «εν έργω», για να κατανοήσει και να διατυπώσει τις φιλοσοφικές του έννοιες. Κάπου είχα διαβάσει ότι ο Αριστοτέλης περνούσε πολλές ώρες στην κουζίνα, βλέποντας τις γυναίκες και τους δούλους να κάνουν τις δουλειές τους. Δεν θα μνημόνευε αλλιώς το περιστατικό με τον Ηράκλειτο, αν δεν πίστευε ότι οι θεοί υπάρχουν και στην κουζίνα, στη φωτιά της που μας ζεσταίνει, μας φωτίζει και μας τρέφει.
*
Και τώρα, μουσκεύοντας φασόλια αποβραδίς, θυμάμαι την πεθερά μου και τον Ηράκλειτο και τον Αριστοτέλη. Θυμάμαι την υπομονή της, τη νοικοκυροσύνη και την προσήλωσή της στις ταπεινές δουλειές της κουζίνας. Θυμάμαι τη φροντίδα και την τρυφερότητα που έδειχνε στα σκεύη και στα υλικά που χρησιμοποιούσε για να μαγειρέψει. Θυμάμαι τις τελετουργικές κινήσεις της όταν μαγείρευε. Αυτή την απουσία βιασύνης σε ό,τι έφτιαχνε με τα χέρια της. Μάθαινες μόνο που την έβλεπες να κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Δεν χρειαζόταν να σου εξηγήσει τίποτε. Σου έδειχνε τι σημαίνει να είσαι παρών όταν πλένεις πιάτα, όταν μαγειρεύεις, όταν ψήνεις καφέ. Δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο όταν κάνεις αυτές τις δουλειές. Δεν βλέπεις τηλεόραση εκείνη την ώρα. Δεν φλυαρείς, δεν γκρινιάζεις, δεν δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι εδώ παρών στην κουζίνα σου. Πλένεις πιάτα, μαγειρεύεις, ψήνεις καφέ, κι όλα αυτά τα κάνεις συγκεντρωμένος κι όχι σκορπισμένος. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Γιατί, ακόμη και σ΄ αυτές τις ταπεινές εργασίες της κουζίνας, αν μάθεις να παρατηρείς, θα νιώσεις την παρουσία των θεών. Θα τη νιώσεις από το μάθημα που θα αποκομίσεις από αυτή την παρουσία, και θα το συνειδητοποιήσεις ίσως χρόνια μετά. Αυτό ήταν το μάθημα που δίδασκε η κυρία Σοφία, η πεθερά μου, να είσαι παρών σ’ αυτό που κάνεις. Και να μουσκεύεις τα φασόλια αποβραδίς…
Τα φασόλια τα μουσκεύουμε αποβραδίς. Δεν τα βράζουμε κατευθείαν. Δεν αναγκάζουμε με τον βίαιο βρασμό να μπει το νερό μέσα τους. Αφήνουμε το νερό να τα διαποτίσει αργά, όλη τη νύχτα, μέχρι να φουσκώσουν και να μαλακώσουν. Μετά είναι έτοιμα για μαγείρεμα.
Με τη βία δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου και να τους ξεριζώσεις. Δεν μπορείς με τη βία να μπεις στην καρδιά και στον νου του άλλου για να τον καταλάβεις και να σε καταλάβει. Δεν μπορείς με τη βία να μπεις στο κλειδαμπαρωμένο σπίτι όπου βρίσκεται το παιδί που κρύβεις μέσα σου για να το απελευθερώσεις από τους φόβους του. Δεν μπορείς με τη βία να σβήσεις το παρελθόν σου, να σκίσεις τις σελίδες του βιβλίου της ζωής που έζησες.
Μπορείς όμως να μαλακώσεις τους φόβους σου μουλιάζοντάς τους, όπως τα φασόλια. Δεν τους διαλύεις με τη βία. Πώς θα μπορούσες άλλωστε να τους εξαφανίσεις αφού είναι κομμάτι του εαυτού σου κι αυτοί; Μπορείς όμως να τους μαλακώσεις, μουσκεύοντάς τους μέσα σε καλές σκέψεις, στον καθαρό αέρα του βουνού, στο φως του ήλιου, στον ανοιχτό ορίζοντα της θάλασσας. Μπορείς να τους μαλακώσεις αυτούς τους φόβους, δικαιολογημένους και αδικαιολόγητους, μουσκεύοντάς τους μέσα σε όμορφες παραστάσεις του νου σου. Οι παραστάσεις που φέρνεις στον νου σου, οι φαντασίες σου, βάφουν την ψυχή σου, έγραφε και ο Μάρκος Αυρήλιος στα Εις Εαυτόν του, «βάπτεται γὰρ ὑπὸ τῶν φαντασιῶν ἡ ψυχή.» ˙Χρωμάτιζε τη λοιπόν τη ψυχή σου με όμορφες παραστάσεις. Έτσι, μουλιάζοντας τους φόβους, τους μαλακώνεις, δεν τους εξαγριώνεις.
Μουσκεύοντας το πετρωμένο παρελθόν σου, το μαλακώνεις και μπορείς να το ξαναπλάσεις σε μια άλλη, νεότερη, αναθεωρημένη, συμπληρωμένη και επαυξημένη έκδοση. Το έκανε και ο Θερβάντες στις λογοτεχνικές παρεκβάσεις του Δον Κιχότη του, αφηγούμενος ιστορίες από την αιχμαλωσία του στο Αλγέρι. Μπορείς να ξαναγράψεις το βιβλίο της ζωής σου απλά παρατηρώντας το παρελθόν σου από απόσταση. Βλέποντάς το τώρα από έξω και μακριά, βλέπεις καθαρά λεπτομέρειες που τότε δεν τις πρόσεξες, γιατί απλά ζούσες τη ζωή σου μέσα στην ταραχή, με φόβο και πάθος. Παρατηρώντας τώρα το παρελθόν σου και προσπαθώντας να αφηγηθείς αυτά που βλέπεις, ύστερα από την εμπειρία των χρόνων της ζωής που έζησες, «έτσι σοφός που έγινες…», το μαλακώνεις, το ξαναπλάθεις, συμφιλιώνεσαι μαζί του, το κάνεις δικό σου, το ευλογείς. Ξαναγράφεις έτσι το βιβλίο της ζωής σου και χρησιμοποιείς πια αυτή την τελευταία αναθεωρημένη, συμπληρωμένη και επαυξημένη έκδοση. Σ’ αυτήν πλέον ανατρέχεις κι όχι στην πρώτη έκδοση. Την πρώτη έκδοση άλλοι την έγραψαν για σένα. Την τελευταία όμως χρηστική έκδοση της ζωής σου τη γράφεις εσύ, βλέποντας από απόσταση το δικό σου παρελθόν. Βλέπω από απόσταση το παρελθόν μου και μιλώ γι’ αυτό, σημαίνει με άλλα λόγια το μουλιάζω, το μαλακώνω για να μπορέσω να το χωνέψω και να το αφομοιώσω.
Μουσκεύοντας φασόλια μαθαίνεις να μουσκεύεις όλα τα σκληρά, τα πετρωμένα, τα δυσκολοχώνευτα της ζωής σου. Μαθαίνεις τη δύναμη που έχουν η μη βία, η υπομονή και προετοιμασία στην καλή πέψη και στον μεταβολισμό των ξένων στοιχείων με τα οποία τρέφεσαι καθημερινά. Μουσκεύοντας φασόλια…
Δημήτρης Βλάχος, Ξάνθη, Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021