”
“Δεν μελετούμε την ιστορία για να αποκτήσουμε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Δεν αναπτύσσουμε την ιστορική σκέψη και δεν καλλιεργούμε την ιστορική μας συνείδηση για να χρησιμοποιούμε ιστορικά επιχειρήματα και όρους των επαγγελματιών ιστορικών στις αντιπαραθέσεις μας, κι έτσι να υπερισχύουμε των πολιτικών μας αντιπάλων. Μελετούμε την ιστορία, σκεπτόμαστε κριτικά, βαθαίνουμε και πλαταίνουμε την ιστορική μας συνείδηση για να αφυπνίσουμε ερωτήματα και δυνατότητες που έχουν περιπέσει σε λήθη και έτσι ψηλαφώντας μέσα στον λαβύρινθο των αποτελεσμάτων και των αιτίων της Ιστορίας να αναζητήσουμε τη μοναδική έξοδο προς την ανθρωπιά”.
Δημήτρης Βλάχος, Σχ. Σύμβουλος Φιλολόγων Ροδόπης. Απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου του Άγγελου Παληκίδη (επιμ.), Κριτικές προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου/ Από την ιστοριογραφία και την πολιτική θεωρία στη σχολική μάθηση, εκδ. Επίκεντρο, 2013.
Ολόκληρο το κείμενο της βιβλιοπαρουσίασης ακολουθεί.
Άγγελου Παληκίδη (επιμ.), Κριτικές προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου/ Από την ιστοριογραφία και την πολιτική θεωρία στη σχολική μάθηση, εκδ. Επίκεντρο, 2013.
Το να εκδίδεται σήμερα ένα βιβλίο κριτικών προσεγγίσεων του ναζιστικού φαινομένου δεν μπορεί να θεωρηθεί απλά και μόνο ως μια συμβατική εκδοτική πράξη. Όταν μάλιστα οι συγγραφείς του, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και εν ενεργεία σχολικοί σύμβουλοι, έχουν θητεύσει επί σειρά ετών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και απευθύνονται στους μάχιμους εκπαιδευτικούς της σχολικής τάξης, τότε αυτή η έκδοση αποτελεί πολιτική πράξη με ακέραια τη σημασία τόσο του ουσιαστικού «πράξη» όσο και του επιθέτου «πολιτική».
Βαθύτατα πολιτική είναι η πράξη έκδοσης ενός ιστορικού βιβλίου που πραγματεύεται συγκρουσιακά θέματα και θέτει σ’ αυτήν την πραγμάτευση πρωτίστως παιδευτικούς στόχους, ως εάν μπορούσε ο άνθρωπος να γίνει καλύτερος μέσα από την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της ιστορικής συνείδησης.
Αληθινή πολιτική πράξη είναι εκείνη η πράξη που μας αλλάζει. Και η κριτική ιστορική σκέψη εδώ ως τέτοια πράξη πρέπει να νοηθεί. Τέτοια ριζική αλλαγή της σκέψης μόνο η παιδεία μπορεί να επιτύχει. Όχι η βία ούτε η εξαπάτηση μέσω του επικοινωνιακού παιχνιδιού.
Ειδικότερα, η ιστορική παιδεία, ο «ιστορικός γραμματισμός», όπως είναι ο όρος που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια μεταξύ των επαγγελματιών ιστορικών, είναι εκείνη η πολιτική πράξη που τολμά να αναμετρηθεί με την κοινοτοπία του κακού, να πάει κόντρα στο ρεύμα της χυδαιότητας και να τολμήσει να οραματιστεί έναν καλύτερο άνθρωπο.
Δεν μελετούμε την ιστορία για να αποκτήσουμε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Δεν αναπτύσσουμε την ιστορική σκέψη και δεν καλλιεργούμε την ιστορική μας συνείδηση για να χρησιμοποιούμε ιστορικά επιχειρήματα και όρους των επαγγελματιών ιστορικών στις αντιπαραθέσεις μας, κι έτσι να υπερισχύουμε των πολιτικών μας αντιπάλων. Μελετούμε την ιστορία, σκεπτόμαστε κριτικά, βαθαίνουμε και πλαταίνουμε την ιστορική μας συνείδηση για να αφυπνίσουμε ερωτήματα και δυνατότητες που έχουν περιπέσει σε λήθη και έτσι ψηλαφώντας μέσα στον λαβύρινθο των αποτελεσμάτων και των αιτίων της Ιστορίας να αναζητήσουμε τη μοναδική έξοδο προς την ανθρωπιά.
Αυτό το βιβλίο με τον προκλητικά επίκαιρο στη διατύπωσή του τίτλο «Κριτικές προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου» και τον επεξηγηματικό υπότιτλο «Από την ιστοριογραφία και την πολιτική θεωρία στη σχολική ιστορική μάθηση» θεμελιώνεται στην πίστη ότι μπορεί η κριτική προσέγγιση του ναζιστικού φαινομένου να μας αναπτύξει την ικανότητα ανίχνευσης των σύγχρονων μεταλλάξεών του, των νεοναζιστικών και λοιπών ρατσιστικών μορφωμάτων, που εμφανίζονται σήμερα ως κάτι καινούργιο, ενώ στη ουσία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια επικαιροποίηση ή αναβίωση, αν θέλετε, του φασιστικού φαινομένου.
Αυτή η πίστη στη δυνατότητα ανάπτυξης αντιστάσεων απέναντι στη βαρβαρότητα μέσω της ενεργοποίησης της κριτικής ιστορικής σκέψης αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον κοινό παρανομαστή των εννέα συγγραφέων αυτού του βιβλίου. Ο καθένας τους σ’ αυτό το βιβλίο συνεισφέρει το δικό του κομμάτι, το δικό του κλάσμα επιστημονικής γνώσης και εμπειρίας. Αυτά τα κλάσματα όμως λόγω του κοινού ανθρωπιστικού και δημοκρατικού παρανομαστή των συγγραφέων τους είναι ομώνυμα. Δεν χρειάζονται έξωθεν βίαιες παρεμβάσεις για να γίνουν. Και το άθροισμα αυτών των κλασμάτων επιστήμης και φρόνησης είναι η ακέραια μονάδα. Αυτό το βιβλίο ως ακέραια μονάδα πλέον είναι μια ολοκληρωμένη πραγμάτευση του ναζιστικού φαινομένου για σχολική, και όχι μόνο, χρήση.
Τριμερής η δομή του βιβλίου, με εξαιρετική εποπτική εισαγωγή του επιμελητή της έκδοσης στην αρχή (κάτι σαν οδηγίες προς ναυτιλλομένους) και στο τέλος ευρετήριο ονομάτων και όρων με τα απολύτως απαραίτητα.
Η δομή του βιβλίου φανερώνει την πρόθεση του επιμελητή της έκδοσης Άγγελου Παληκίδη να παράσχει στον εκπαιδευτικό της τάξης ένα εργαλείο, στο οποίο αυτός να μπορεί να ανατρέξει ανά πάσα στιγμή για να επιλέξει ανάλογα με την περίσταση και τις ανάγκες του το υλικό που θεωρεί πρόσφορο για το έργο του στη σχολική πράξη.
Η μέριμνα των συγγραφέων και του επιμελητή της έκδοσης για τον εκπαιδευτικό – χρήστη αυτού του βιβλίου είναι εμφανής στη δομή του από το εμπροσθόφυλλο έως το οπισθόφυλλο. Αλλά και σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο επαληθεύεται η διακηρυγμένη προσδοκία των συγγραφέων να αποτελέσει αυτό το βιβλίο «μια γέφυρα ανάμεσα στην ακαδημαϊκή ιστορική θεωρία και τη σχολική ιστορική εκπαίδευση, ανάμεσα στη σύγχρονη επιστημονική γνώση και τη διδακτική πράξη».
Στο πρώτο από τα τρία μέρη του βιβλίου με τον τίτλο «θεωρητικές προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου» παρατίθεται η θεωρία, που έχει να κάνει με επιστημολογικά ζητήματα της ιστοριογραφίας του ναζιστικού φαινομένου και θέματα επικαιροποιημένου προβληματισμού σχετικά με αυτό. Αναφέρω ενδεικτικά τους τίτλους και τους συγγραφείς:
Βασίλης Μπογιατζής, «Μελετώντας το απόλυτο κακό: μια επισκόπηση της ιστοριογραφίας του Ναζισμού από τις πρώτες ερμηνείες ως τη New Consensus και τη συνθετική προσέγγιση του Roger Griffin».
Έλλη Λεμονίδου, «Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: ιστοριογραφία, δημόσια ιστορία και ιστορική εκπαίδευση».
Γιώργος Κόκκινος, «Ιστορικός αναθεωρητισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος» (negationisme)».
Άγγελος Παληκίδης, «Ο Ναζισμός στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας».
Βασίλης Δαλκαβούκης «Η μνήμη της ναζιστικής Κατοχής στο δημόσιο χώρο: Η περίπτωση των οδωνυμίων».
Η σχέση του ναζισμού με τη νεωτερικότητα, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται στην ανάμειξη μυθικών και επιστημονικών στοιχείων, αρχαϊσμού και τεχνικισμού, βιοπολιτικής και τεχνοκρατίας, βρίσκεται στο θεμέλιο των ναζιστικών εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Η συμμαχία της ναζιστικής γενοκτονίας με τις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού, σύμφωνα με την ανάλυση του Griffin, που παραθέτει εν εκτάσει ο Βασίλης Μπογιατζής στο κείμενό του, αξίζει νομίζω να μας προβληματίσει και να μας κάνει καχύποπτους απέναντι σε πάσης φύσεως εκσυγχρονιστικά προτάγματα, που γίνονται δεκτά σήμερα χωρίς προϋποθέσεις, απλά και μόνο γιατί εμφανίζονται ως εκσυγχρονιστικά και αναπόδραστα. Το κακό δεν μπορεί να έχει ανθρώπινο πρόσωπο (το κατ’ εικόνα θεού). Κι αν εμφανίζεται με τέτοιο, τότε αυτό είναι μια μάσκα. Η μάσκα που κρύβει τη μηχανή του ολέθρου, το «πρόσωπο» του τέρατος.
Η Έλλη Λεμονίδου στο δικό της κείμενο αναδεικνύει τον ρόλο που διαδραματίζει στις μέρες μας η λεγόμενη «δημόσια ιστορία» ως μια άλλη ιστορία παράλληλη με την ακαδημαϊκή ιστορία των επαγγελματιών ιστορικών και τη σχολική ιστορία. Ειδικότερα διερευνά την πρόσληψη και την ερμηνεία πτυχών του ναζιστικού φαινομένου από τον κινηματογράφο. Το να μαθαίνουν οι μαθητές την ιστορία του ναζισμού μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες και το διαδίκτυο ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη διαμόρφωση της ιστορικής τους συνείδησης, ιδιαίτερα μάλιστα, όταν αυτό γίνεται χωρίς τη διαμεσολάβηση του εκπαιδευτικού και χωρίς την ανάπτυξη μηχανισμών κριτικού ελέγχου και αποκωδικοποίησης των εικόνων. Ο εκπαιδευτικός πρέπει ο ίδιος να μυηθεί στις τεχνικές του κινηματογραφικού λόγου, να χρησιμοποιεί το υλικό του και να μην παραδίδεται ανυποψίαστος στη γοητεία του, για να προστατέψει έτσι και τους μαθητές του. Ο κινηματογράφος είναι βέβαια αφηγηματική τέχνη. Αλλά η ιστορία εκτός από αφηγηματική τέχνη είναι πρωτίστως επιστήμη. Και η επιστήμη από την εποχή του Πλάτωνα αναζητά την αλήθεια, έστω και απορητικά. Δεν επαναπαύεται στην ψευδαισθητική αληθοφάνεια.
Η δημόσια ιστορία είναι ένας από τους όρους κλειδιά που πραγματεύεται αυτό το βιβλίο. Οι πόλεμοι της μνήμης είναι άλλος ένας, που η σημασία του αναδεικνύεται από το κείμενο του Γιώργου Κόκκινου. Η τοποθέτηση του έγκριτου ιστορικού αξίζει να μας προβληματίσει. Γράφει: «σήμερα οι αρνητές του Ολοκαυτώματος, συγκροτώντας ψηφιακές κοινότητες για να διαδώσουν τις ιδέες τους στους ανυποψίαστους χρήστες του διαδικτύου, μιμούμενοι τεχνηέντως τα τυπικά μορφολογικά γνωρίσματα της ιστορικής δεοντολογίας, σπέρνουν την αμφιβολία για τα ιστορικά τεκμήρια του φρικτού αυτού γεγονότος, καθώς μάλιστα τείνουν να εκλείψουν και οι τελευταίοι επιζήσαντες».
Πώς παρουσιάζεται ο ναζισμός στα σχολικά εγχειρίδια της ΣΤ’ Δημοτικού, της Γ΄ Γυμνασίου και της Γ΄ Λυκείου; Σ’ αυτό το ερώτημα απαντά ο Άγγελος Παληκίδης. Μια κριτική προσέγγιση που αναδεικνύει παλινωδίες και αντιφάσεις στη συγγραφή των σχολικών εγχειρίδιων, οι οποίες προκαλούν αμηχανία στους διδάσκοντες και σύγχυση στους διδασκόμενους.
«Μνημονικοί τόποι», άλλος ένας όρος κομβικής σημασίας που αναδεικνύει με τη μελέτη του ο Βασίλης Δαλκαβούκης για την περίπτωση των οδωνυμίων που αναφέρονται στην περίοδο της ναζιστικής Κατοχής (αλλά και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στον εμφύλιο). Οι «μνημονικοί τόποι», ως όρος αποτελεί μια ακόμη συμβολή των κοινωνικών επιστημών στην σκευή των ιστορικών, αναφέρονται στον χώρο όχι ως ένα «ουδέτερο» ή φυσικό πεδίο όπου λαμβάνει χώρα η ανθρώπινη δράση, αλλά τον προσεγγίζουν ως ένα προϊόν της κοινωνικής διαντίδρασης. Ο χώρος κατασκευάζεται «κοινωνικά» και αφετέρου παρέχει τις προϋποθέσεις για τη χωρική συγκρότηση του ίδιου του κοινωνικού.
Το δεύτερο από τα τρία μέρη ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους εκπαιδευτικούς της τάξης, που τους απασχολεί το θέμα της μεθόδου διδασκαλίας επίμαχων και συγκρουσιακών ιστορικών θεμάτων, όπως είναι και ο ναζισμός. Ο Δημήτρης Μαυροσκούφης, καθηγητής Διδακτικής Μεθοδολογίας στο ΑΠΘ, αφού αποσαφηνίσει την έννοια του ιστορικού γραμματισμού, προτείνει δέκα στρατηγικές διδασκαλίας με τη χρήση πηγών και καλές πρακτικές για την οργάνωση της εργασίας στην τάξη. Σαφείς και λακωνικές προτάσεις προς τους εκπαιδευτικούς, σχεδιαγραμματική σχεδόν καταγραφή τους, αναφορά της αγγλόφωνης επιστημονικής ορολογίας και της ελληνικής της απόδοσης και πλούσια φυσικά βιβλιογραφική τεκμηρίωση για παραπέρα μελέτη (όπως άλλωστε παρατηρείται σε όλα τα κείμενα του ανά χείρας τόμου), αποτελούν τυπικά γνωρίσματα του λόγου του Μαυροσκούφη ως Μεθοδολόγου διδακτικής της ιστορίας.
Οι προτάσεις των βιωματικών σεναρίων διδασκαλίας της Κατερίνας Μπρεντάνου, της Βασιλικής Σακκά και της Ζέτας Παπανδρέου, πιστεύω την πιο τολμηρή αλλά και πιο ενδιαφέρουσα πρόκληση για τον διδάσκοντα το μάθημα της ιστορίας. Η ενσυναίσθηση, η ομαδοσυνεργατική και ανακαλυπτική μάθηση βρίσκονται στο επίκεντρο αυτών των προτάσεων, αλλά χρειάζεται προσοχή ιδιαίτερα με την ενσυναισθητική πρόσληψη τραυματικών και συγκρουσιακών ιστορικών γεγονότων. Με μεγάλο ενδιαφέρον τα παρακολούθησαν οι συνάδελφοι φιλόλογοι στην Κομοτηνή πέρσι. Συμπέρασμα: εξαιρετικά δυνατή εμπειρία, αλλά και υπόμνηση στους διδάσκοντες σε ό,τι αφορά τη χρήση ενσυναισθητικών βιωματικών μεθόδων: «Προσοχή! Μην ανακατεύεσαι απροετοίμαστος στις δουλειές των μάγων».
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο επιμελητής της έκδοσης Άγγελος Παληκίδης, μέχρι πριν δυο χρόνια μάχιμος εκπαιδευτικός τάξης και τώρα λέκτορας στο ΔΠΘ, και η Βασιλική Σακκά, μαχητική Σχολική Σύμβουλος με μεγάλες προσδοκίες από την ιστορική εκπαίδευση, δεν ξεχνούν ότι οι εκπαιδευτικοί θέλουν εκπαιδευτικό υλικό προς άμεση χρήση, όχι μόνο θεωρία και προτάσεις διδασκαλίας. Γι’ αυτό λοιπόν και οι δυο τους προστρέχουν στην κλήση αυτή και συντρέχουν τους συναδέλφους σ’ αυτή τους την ανάγκη με κείμενα (ιστορικές πηγές), 20 επιλεγμένες κινηματογραφικές ταινίες σχετικές με το Ολοκαύτωμα και προτεινόμενη δικτυογραφία. Έτσι δεν μένει κανείς παραπονεμένος. Ούτε ο εκπαιδευτικός της θεωρίας. Ούτε ο εκπαιδευτικός της πράξης. Οι συγγραφείς του βιβλίου, άλλωστε, μας θυμίζουν ότι ο δάσκαλος πρέπει να συνδυάζει θεωρία και πράξη μέσα στη σχολική τάξη. Είναι δηλαδή και επιστήμονας και καλλιτέχνης και σύμβουλος ηθικής πράξης, όταν διδάσκει ιστορία. Όταν διδάσκει, δηλαδή, ότι είναι κάτι σαν «μάγος».
Κλείνοντας, θα επιστρέψω στην αρχή της εισήγησής μου, τεκμηριώνοντας ανακεφαλαιωτικά τη θέση μου ότι ένα βιβλίο ιστορίας που τολμά ιδιαίτερα σήμερα να προτείνει κριτικές προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική πράξη. Η αξία λοιπόν αυτού του βιβλίου ως πολιτικής πράξης έγκειται στα παρακάτω:
- Προτάσσει τη συλλογικότητα στην επιστημονική πραγμάτευση επίμαχων ιστορικών θεμάτων. Εμπεριέχει κείμενα που συμπληρώνουν το ένα το άλλο και διαλέγονται μεταξύ τους σε επίπεδο θεωρίας και σχολικής πράξης. Πρόκειται για ένα συμπόσιο (έρανος) όπου ο κάθε συνδαιτημόνας – συγγραφέας καταθέτει τη δική του συνεισφορά και μας προσκαλούν να συμμετάσχουμε. Τα δείπνα που γίνονται με τη συνεισφορά πολλών είναι καλύτερα από εκείνα που γίνονται με τα έξοδα ενός μόνον ανθρώπου, για να θυμηθούμε τον πολιτικό και ηθικό φιλόσοφο Αριστοτέλη. Ο καθένας συγγραφέας προσεγγίζει το ναζιστικό φαινόμενο από τη δική του οπτική γωνία και συνεισφέρει το δικό του μόριο αρετής και φρόνησης. Λειτουργεί επομένως αυτό το έργο παραδειγματικά για τους εκπαιδευτικούς και τους ανθρώπους της επιστήμης, των τεχνών και των γραμμάτων, αναδεικνύοντας την αξία της συλλογικότητας για την πραγμάτευση επίμαχων ιστορικών ζητημάτων, που είναι στον πυρήνα τους πολιτικά και πάντοτε επίκαιρα.
- Επικαιροποιεί την ιστορική γνώση και τη διδακτική μεθοδολογία, λειτουργώντας ως γέφυρα ανάμεσα στην ακαδημαϊκή θεωρία της ιστορίας και τη σχολική πράξη. Συνοψίζει τον σύγχρονο προβληματισμό σχετικά με το ναζιστικό φαινόμενο και τη διδακτική του στην πράξη μέσα από προτάσεις εκπαιδευτικών τάξης. Η πλούσια βιβλιογραφία και η ενταγμένη δικτυογραφία δίνει έναυσμα και υλικό για παραπέρα μελέτη.
- Αναδεικνύει τις ασυνέπειες και τις αντιφάσεις στη διδασκαλίας της σχολικής ιστορίας και εισηγείται την ανανέωσή της μέσα από την ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης, της ενσυναίσθησης, της διερευνητικής – ανακαλυπτικής μάθησης. Εξαίρει τον ρόλο του διδάσκοντα και φυσικά την ευθύνη του στην επιλογή και παρουσίαση του ιστορικού υλικού.
- Εισηγείται με τέμπο moderato κι όχι fortissimo την ιστορική πραγμάτευση των επίμαχων και συγκρουσιακών θεμάτων (όπως ο ναζισμός) κι όχι τη φυγή ενώπιόν τους. Όποιος αρνείται να ερμηνεύσει τα τραυματικά ιστορικά γεγονότα τότε αυτά στοιχειώνουν και τον καταδιώκουν στον ύπνο και στον ξύπνιο του με τις ποικίλες μεταλλάξεις τους. Αυτή είναι η σιωπηρή παραδοχή των συγγραφέων αυτού του βιβλίου. Η ιστορική ερμηνεία είναι απαραίτητη για την επούλωση του τραύματος. Πονάει τότε λιγότερο και ενδέχεται να μας φρονηματίσει. Ενδέχεται…
Ξάνθη, Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014
Δημήτρης Βλάχος, Σχ. Σύμβουλος Φιλολόγων Ροδόπης