Έχεις έγνοιες…  (Tu as de soucis)

Μία ταινία του σκηνοθέτη Λοράν Ζαουί (Laurent Jaoui) για τον Αλμπέρ Καμύ στάθηκε η αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις[1]. Πρόκειται για την κινηματογραφική δραματική βιογραφία, Αλμπέρ Καμύ [Camus], του 2010, βασισμένη στη βιογραφία του Ολιβιέ Τοντ, Αλμπέρ Καμύ –Μια ζωή. Ο Καμύ είναι ο αγαπημένος μας στο σπίτι, και σε μένα ιδιαίτερα. Μεσογειακός τύπος, φτωχόπαιδο, ορφανός από πατέρα, Γάλλος γεννημένος στο Αλγέρι και ξένος στο Παρίσι, αριστερός αλλά «εξόριστος» από το κομμουνιστικό κόμμα, αριστερός που καταδίκαζε την τρομοκρατία και τη βία από όπου κι αν προέρχονταν, τη σταλινική κομμουνιστική αριστερά ή την εθνικιστική δεξιά. Μου αρέσει η λογοτεχνία του Καμύ γιατί συνδυάζει τον φιλοσοφικό στοχασμό με τον λυρισμό. Την διανοητική αφαίρεση και τον αισθησιασμό. Κινείται σε όλο το φάσμα από την άβυσσο του παραλόγου της ανθρώπινης ύπαρξης μέχρι το απόλυτο φως του μεσογειακού ήλιου[2]. Αλλά ας επιστρέψω στην ταινία και σε μια σκηνή που πολύ με συγκίνησε. Πρόκειται για την προσωπική στιγμή μάνας και γιού. Μια στιγμή που δίνεται τόσο παραστατικά στο τελευταίο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Καμύ Ο Πρώτος Άνθρωπος.

Ο Καμύ επισκέπτεται τη μητέρα του στο Αλγέρι όταν πλέον έχει κορυφωθεί ο αντιαποικιακός αγώνας των εθνικιστών Αλγερινών κατά των Γάλλων στην Αλγερία. Αγώνας με βομβιστικές ενέργειες, επεμβάσεις καταστολής από τον γαλλικό στρατό, με νεκρούς και τραυματίες εκατέρωθεν. Σιωπηλή, κωφάλαλη ή με κάποια νοητική υστέρηση για άλλους, ακούει τον γιο της η Κατρίν, η μάνα του. Κυρίως όμως τον «ακούει» και τον παρηγορεί, παρατηρώντας τον προσεκτικά και χαϊδεύοντάς τον. Δεν μιλάει, αλλά τον διαβάζει. Διαβάζει τον πόνο του γιού της. Τις έγνοιες του. Οι κουβέντες της είναι μετρημένες.

-Πώς λέγεται το βιβλίο που γράφεις τώρα;

Η Πτώση

-Για τι μιλάει;

-Μιλάει για την ιστορία ενός άντρα που η ζωή του αλλάζει δραματικά γιατί δεν μπόρεσε να αποτρέψει μια γυναίκα από το να αυτοκτονήσει.

-Είναι περίπλοκο…

-«Όχι, δεν είναι περίπλοκο το βιβλίο. Η ζωή είναι περίπλοκη…», απαντάει αναστενάζοντας ο γιος με χαμηλωμένο βλέμμα. «Η ζωή είναι περίπλοκη κι όχι το θέμα του βιβλίου.»

Και έπειτα η μητέρα πλησιάζει το πρόσωπό της στο πρόσωπο του γιού της για να τον διαβάσει από κοντά καλύτερα. Το βλέμμα της είναι όλο αγάπη, τρυφερότητα και διάθεση να τον παρηγορήσει, όπως μια πραγματική μάνα ξέρει. Και μετά τον ρωτάει τι κάνει η γυναίκα του, η Φρανσίν, η οποία αντιμετώπιζε νευρολογικά προβλήματα και είχε κάνει μάλιστα και απόπειρα αυτοκτονίας. Κι ο Καμύ απαντά «καλύτερα είναι». Η μάνα σαν να μην τον πιστεύει, και τον κοιτάζει με απορία μέσα στα μάτια, προσπαθώντας να διακρίνει την αλήθεια πίσω από τις λέξεις του. Κι αυτός επαναλαμβάνει, «καλύτερα είναι η Φρανσίν, όλοι στο σπίτι είναι καλά…». Και τότε η μάνα, αυτή η σιωπηλή μάνα, κατ’ άλλους κωφάλαλη και νοητικά καθυστερημένη, η αγράμματη μάνα, τον χαϊδεύει τρυφερά στο μάγουλο με το δεξί της χέρι και τον κοιτάζει από πολύ κοντά σαν να διαβάζει στα μάτια του άλλες λέξεις από αυτές που εκείνος της είπε για να την καθησυχάσει. Τη μάνα του δεν μπορεί να την ξεγελάσει. Το ξέρει καλά κι ο ίδιος.

Και η μάνα τον χαϊδεύει τρυφερά και του λέει «Tu as de soucis…». Έχεις έγνοιες… Και φυσικά αυτός το αρνείται. Αλλά ξέρει ότι η μητέρα του σωστά τον «διάβασε». Η αγράμματη σιωπηλή μητέρα διάβασε την ψυχή του γιού της πίσω από τα λόγια του. «Έχεις έγνοιες…», του λέει με κατανόηση και τρυφερότητα, λες και αυτός είναι παιδάκι κι όχι άντρας. Μα για τη μάνα του αυτός πάντα παιδάκι είναι…  Κι αυτός, γεμάτος ευγνωμοσύνη, παίρνει το χέρι της από το μάγουλό της και της το φιλάει. Ένα φιλί ευχαριστίας στο χέρι της ηλικιωμένης μάνας του, που πάντα της έλεγε πόσο όμορφη είναι. Φιλάει το χέρι της για το χάδι που του πρόσφερε και το τρυφερό όλο αγάπη βλέμμα της. Το βλέμμα τη μάνας που αγκαλιάζει τον γιο όποιος και να είναι, ό,τι και να κάνει. Το βλέμμα της μάνας. Το βλέμμα της Παναγίας…

«Έχεις έγνοιες…» Tu as de soucis…

Θυμήθηκα το «Σανσουσί», το θερινό ανάκτορο του Φρειδερίκου του Μεγάλου της Πρωσίας, με τους κήπους του, που το έφτιαξε για να αποσύρεται από τις έγνοιες της διακυβέρνησης και από τις συμβατικότητες της βασιλικής αυλής. Στο Βερολίνο που πήγα πέρσι το καλοκαίρι ήθελα να το επισκεφτώ γιατί μου άρεσε το όνομα του, «Σανσουσί», «δίχως έγνοιες»… Όμως δεν τα κατάφερα. Με απορρόφησαν, βλέπεις, οι έγνοιες της γνωριμίας μου με τον πολιτισμό της γερμανικής πρωτεύουσας. Έγνοιες κι αυτές…

«Tu as de soucis…» Έχεις έγνοιες… Του λέει η μάνα, σαν γιατρός που έκανε τη διάγνωση της ασθένειας του πάσχοντος. Έχεις έγνοιες… Αυτή όμως η αρρώστια είναι σύμφυτη με τον ιστορικό άνθρωπο. Η μέριμνα, οι φροντίδες, οι έγνοιες φωλιάζουν στα βάθη της καρδιάς μας και μόνο που είμαστε άνθρωποι και ζούμε εντός του κόσμου τούτου. Οι ψυχολόγοι και οι ψυχοθεραπευτές υπόσχονται ίαση αυτής της «ασθένειας», στην ουσία όμως διαχείρισή των συμπτωμάτων της κάνουν, με αναλγητικά και αντιπυρετικά. Δεν θεραπεύουν. Δεν υπάρχει θεραπεία από την ιστορική ανθρώπινη φύση μας, από το έγχρονο «Dasein», το ιστορικό και αυθεντικά βιωμένο «Εδωνά είναι». Δεν υπάρχει θεραπεία από τη μέριμνα, την έγνοια, «Die Sorge» του μεγαλοφυώς καταθλιπτικού Είναι και Χρόνος του Χάιντεγκερ.

Έχεις έγνοιες για τη δουλειά σου, τη γυναίκα σου, το παιδί σου. Έχεις έγνοιες για την υγεία σου που κινδυνεύει στην πραγματικότητα ή στη φαντασία σου. Έχεις έγνοια για τη ζωή σου, το μέλλον σου. Ακόμα και για το παρελθόν σου έχεις έγνοια που πέρασε πια και το αναμασάς. Μηρυκαστικό φροντίδων ο άνθρωπος. Έχεις έγνοιες ακόμη και στον ύπνο σου. Βλέπεις εφιάλτες. Ξυπνάς με έναν βραχνά το πρωί, αν κοιμάσαι βέβαια το βράδυ. Ξυπνάς περίφροντις χωρίς να ξέρεις συγκεκριμένα το γιατί. Έχεις έγνοια, μέριμνα για κάτι όχι συγκεκριμένο που σου συμβαίνει τώρα δα, αλλά έγνοια και μέριμνα για κάτι απροσδιόριστο και ασαφές. Πάντα θα βρεθεί ένας λόγος για να ντυθεί η έγνοιά σου και να κυκλοφορήσει ως σκέψη ντυμένη και δικαιολογημένη για να την πας στον ψυχαναλυτή σου. Φταίνε τα παιδικά σου χρόνια. Φταίνε οι επιλογές σου. Φταίει το ριζικό σου. Φταίει ακόμη και ο καιρός που σήμερα σου χαλάει τη διάθεση. Όμως πέρα από το απλοϊκό ερώτημα τι φταίει που έχεις έγνοιες, η ουσία παραμένει: η έγνοια είναι ριζωμένη στα βάθη της ύπαρξής μας. Έτσι χωρίς αιτία. Την αιτία τη βρίσκεις ή σου τη βρίσκουν οι ειδικοί μετά.

Ο Γκαίτε στον Φάουστ του (Α΄ Μέρος, στίχοι 644-651) , όπου και αποκάλυψε ποιητικά την έννοια της «Sorge» (μέριμνα, φροντίδα, έγνοιες) – την οποία μετά από δύο αιώνες ο Χάιντεγκερ, ίσως χωρίς να το ξέρει και ο ίδιος, την πήρε από τον Φάουστ και την επεξεργάστηκε φιλοσοφικά στο Είναι και Χρόνος–  τα είπε όλα:

«Η έγνοια φωλιάζει γρήγορα στα βάθη της καρδιάς,

Εκεί μέσα πόνους κρυφούς γεννάει,

Ανήσυχη πηγαινοέρχεται και ταράζει ηδονή και γαλήνη.

Σκεπάζεται πάντα με καινούργια προσωπεία,

Παρουσιάζεται πότε ως σπίτι και χτήμα, πότε ως γυναίκα και παιδί,

Ως φωτιά, νερό, μαχαίρι και φαρμάκι.

Τρέμεις για κάθε τι, που δεν συμβαίνει,

Κι ό,τι ποτέ δεν χάνεις, πρέπει πάντα να το κλαις.»[3]

[Die Sorge nistet gleich im tiefen Herzen,/ Dort wirket sie geheime Schmerzen,/ Unruhig wiegt sie sich und störet Lust und Ruh;/ Sie deckt sich stets mit neuen Masken zu,/ Sie mag als Haus und Hof, als Weib und Kind erscheinen/ Du bebst vor allem was nicht trifft/ Und was du nie verlierst das musst du stets beweinen.]

«Έχεις έγνοιες…» Κατάλαβε η σιωπηλή και λιγομίλητη μάνα του Καμύ το βάρος που πλάκωνε την καρδιά του γιού της. Δεν έμεινε όμως στη διάγνωση, αλλά τον κοίταξε γλυκά και τον χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο.

Τον χάιδεψε τρυφερά… Όπως μια άλλη μυθική μάνα, αγέραστη αθάνατη θεά αυτή, η Θέτιδα στην ομηρική Ιλιάδα (στίχοι 359-364), ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα του γιού της «Γρήγορα αναδύθηκε από τον σκούρο βυθό της θάλασσας σαν την ομίχλη, μπροστά του κάθισε, στον δακρυσμένο γιο της, και απλώνοντας το χέρι της, τον χάιδεψε, μιλώντας: Γιε μου ακριβέ, γιατί θρηνείς; ποιος πόνος σε συντάραξε;  Μίλησε καθαρά, μην τον κρατάς κρυφό, η γνώση σου να μοιραστεί στα δύο.»

«Κι απλώνοντας το χέρι τον χάιδεψε…» [ χειρί τέ μιν κατέρεξεν…] Αυτό το χέρι της μάνας, αυτό το χάδι της μάνας είναι παρηγορητικό. Είτε είναι η αθάνατη θεά Θέτιδα, η μάνα του Αχιλλέα, είτε είναι η σιωπηλή αγράμματη ηλικιωμένη Κατρίν, η μάνα του Αλμπέρ Καμύ, η μάνα μπορεί να νιώσει τις έγνοιες του γιου της και με το χάδι της να τις διώξει, όπως το φως διώχνει το σκοτάδι κι όπως ο ήλιος τρυπάει τα σύννεφα και δίνει παρηγοριά και ελπίδα.

Ξάνθη, Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

 

[1] Η ταινία προβλήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2020 από την τηλεόραση της ΕΡΤ3, την περίοδο που είχαμε το πρώτο μεγάλο κύμα πανδημίας του covid19, με τα γνωστά επακόλουθά του και τον «εγκλεισμό» λόγω καραντίνας.

[2] Εκτενείς αναφορές στη σχέση του μεσογειακού ήλιου και του παραλόγου στο έργο του Αλμπέρ Καμύ στο: Δημήτρης Βλάχος, Ένα χαστούκι από παπαρούνες / Μια ποιητική του κόκκινου, εκδ. Φ.Ε.Ξ., Ξάνθη 2012

[3] Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Ο Φάουστ του Γκαίτε, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», 7η έκδοση, Αθήνα 2019, σ. 171.

Pin It on Pinterest

Share This