Απόσπασμα από το δοκίμιο “Τι είναι το κόκκινο χρώμα”, δημοσιευμένο στο Δημήτρης Βλάχος, Ένα χαστούκι από παπαρούνες / Μια ποιητική του κόκκινου, εκδ. Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης, Ξάνθη 2012, σσ. 82-100.
«Το παράλογο του κόσμου, η σκοτεινή λάμψη, το ασπρόμαυρο φως» του Αλμπέρ Καμύ συναντούν το «αγγελικό και μαύρο, φως» του Γιώργου Σεφέρη. Η εσωτερική ένταση ανάμεσα στη λαμπρότητα και τη σκοτεινότητα που χαρακτηρίζουν την τραγικότητα του ελληνικού φωτός βρίσκουν την έκφρασή τους στη στοχαστική ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και στην «ηλιακή σκέψη» του Αλμπέρ Καμύ.
Το ερώτημα για τη διττή φύση του τραγικού ελληνικού φωτός επανέρχεται. Πού έγκειται η σκοτεινότητά του; Σε τι συνίσταται η λαμπρότητά του; Πού οφείλεται εντέλει η εσωτερική ένταση που χαρακτηρίζει την τραγικότητα του μεσογειακού – ελληνικού ήλιου;
η Ιστορία (το ιστορικό) και η Φύση (το ανιστορικό)
Για να απαντήσουμε στο κρίσιμο αυτό ερώτημα θα ανατρέξουμε πάλι στην προσωπική μαρτυρία του Αλμπέρ Καμύ, η οποία συμφωνεί άλλωστε και με την εμπειρία του Γιώργου Σεφέρη. Η αξία της μαρτυρίας του Καμύ βρίσκεται στο ότι αυτή δεν είναι προϊόν διανοητικής αφαίρεσης και ιδεολογικής κατασκευής, αλλά είναι απόσταγμα στοχαστικά βιωμένης εμπειρίας. Δύο αποσπάσματα από δοκίμιά του θα αποτελέσουν αφετηρία του στοχασμού μας πάνω στη φύση της τραγικότητας του ελληνικού φωτός.
Το πρώτο απόσπασμα από την αυτοβιογραφικού χαρακτήρα εισαγωγή στα δοκίμια του Η καλή και η ανάποδη είναι ένας απολογισμός της ζωής του ως συγγραφέα γραμμένη για την έκδοση του 1958. Ας σημειωθεί ότι στα δοκίμια του Η καλή και η ανάποδη, δημοσιευμένα για πρώτη φορά στα 1935-1936, σε ηλικία δηλαδή 22-23 ετών, καταγράφονται βιώματα της παιδικής του κυρίως ηλικίας στο μεσογειακό Αλγέρι. Αντιγράφω:
«Κάθε καλλιτέχνης φυλάει έτσι βαθιά μέσα του μια μοναδική πηγή που τροφοδοτεί σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του αυτό που είναι κι αυτά που λέει… Όσο για μένα, ξέρω πως η πηγή μου βρίσκεται στο έργο Η καλή και η ανάποδη, σ’ αυτόν τον κόσμο της φτώχειας και του φωτός όπου έζησα πολλά χρόνια και που η ανάμνησή του με προφυλάσσει από τους δυο εντελώς διαφορετικούς κινδύνους που απειλούν κάθε καλλιτέχνη: τη μνησικακία και την ικανοποίηση.
Πρώτα πρώτα, η φτώχεια δεν υπήρξε ποτέ δυστυχία για μένα: το φως σκόρπιζε πάνω της τα πλούτη του. Φώτιζε ακόμα και τις επαναστάσεις μου. Ήταν σχεδόν πάντοτε –νομίζω πως μπορώ να το πω με ειλικρίνεια– επαναστάσεις για όλους και για ν’ ανυψωθεί η ζωή όλων μέσα στο φως. Δεν είναι σίγουρο ότι η καρδιά μου είχε από φυσικού της την προδιάθεση γι’ αυτό το είδος αγάπης. Με βοήθησαν όμως οι περιστάσεις. Για να μετριάσω μια έμφυτη αδιαφορία, στάθηκα σε ίση απόσταση από την αθλιότητα και τον ήλιο. Η αθλιότητα δε μ’ άφησε να πιστέψω πως όλα πάνε καλά κάτω από τον ήλιο και μέσα στην ιστορία. Ο ήλιος μού έμαθε πως η ιστορία δεν είναι το παν»[1].
Σε ηλικία 45 ετών, δυο χρόνια πριν το θάνατό του, κάνοντας έναν απολογισμό, ο Καμύ διαπιστώνει τον ρόλο που διαδραμάτισε στη ζωή και το έργο του η ένταση ανάμεσα στην αθλιότητα και τον ήλιο. Η αθλιότητα (η φτώχεια, η αδικία, ο πόνος, το κακό, το σκοτάδι) βιώνεται από τον Καμύ προσωπικά ως ιστορία. Απέναντι όμως στην ιστορία με τα σκοτάδια και τον ανθρώπινο πόνο, τη φθορά και τις καταστροφές, ορθώνεται ο κόσμος του φωτός, ο ήλιος. Απέναντι στην ιστορία (η μνήμη όπου την αγγίξεις πονεί, θα έλεγε ο Σεφέρης) ορθώνεται η αλήθεια του ήλιου. Απέναντι στο ρευστό ιστορικό στοιχείο με τη λογική και τον παραλογισμό του (η ζωή και τα πάθη των ανθρώπων και των κοινωνιών τους) ορθώνεται ακλόνητο το ανιστορικό (η φύση, ο ήλιος, ο μύθος). Το φως δεν έχει ηλικία, βρίσκεται εκτός χρόνου. Η ιστορία όμως χειμάζεται από τον χρόνο και τον πόνο.
Στο δεύτερο απόσπασμα από το δοκίμιο «Η εξορία της Ελένης» ο Καμύ αντιπαραθέτει στην ιστορία (το ιστορικό) τον μύθο (το ανιστορικό), απέναντι στην τυραννία της «φονικής λογικής και της άτακτης ορμής του τυχαίου»[2] τοποθετεί την αλήθεια της ομορφιάς (μυθική Ελένη), έτσι όπως αυτή αποκαλύπτεται στην καλλιτεχνική δημιουργία. Αντιγράφω:
«Εξορίσαμε την ομορφιά, οι Έλληνες για χάρη της πήραν τ’ άρματα. Πρώτη διαφορά, που έρχεται όμως από μακριά. Η ελληνική σκέψη οχυρώθηκε πάντα πίσω από την ιδέα των ορίων. Δεν εξώθησε τίποτε ως τα άκρα, ούτε τα ιερά ούτε τη λογική, γιατί δεν αρνήθηκε τίποτε, μήτε τα ιερά μήτε τη λογική. Μετρίασε το απόλυτο, εξισορροπώντας τη σκιά και το φως. Η Ευρώπη μας αντίθετα, ψάχνοντας να κατακτήσει την ολότητα, είναι κόρη της υπερβολής. Αρνείται την ομορφιά, όπως αρνείται και καθετί που δεν εξυμνεί. Αν και εγκωμιάζει με διαφορετικούς τρόπους ένα μόνο πράγμα: τη μελλοντική επικράτηση της λογικής. Μέσα στην τρέλα της μετατοπίζει τα αιώνια όρια και αμέσως σκοτεινές Ερινύες ρίχνονται πάνω της και την κατασπαράζουν. Η Νέμεσις αγρυπνά, θεά του μέτρου κι όχι της εκδίκησης. Τιμωρεί αμείλικτα όλους όσοι ξεπερνούν τα όρια». Γραμμένο στα 1948, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στα πρώτα σκληρά χρόνια του Ψυχρού Πολέμου το δοκίμιο αυτό αποτελεί δριμύ κατηγορώ κατά του χεγκελιανού ιστορικού πνεύματος που εξέθρεψε, για τον Καμύ, τη «φιλοσοφία του σκοταδισμού»[3], η οποία εξέβαλε στον σύγχρονο μηδενισμό.
Στο ίδιο δοκίμιο στοχαζόμενος τη διαφορά μεταξύ της ελληνικής αρχαιότητας και της νεωτερικότητας, που δεν είναι άλλη από τη διαφορά μεταξύ της τραγικότητας του μεσογειακού ήλιου και της τραγικότητας στις χώρες της ομίχλης, αντιπαραθέτει τον μύθο στην ιστορία. Την εναρμονισμένη με τη φύση αυθεντική ζωή της ανθρώπινης κοινότητας θέτει απέναντι στην αφύσικη και απάνθρωπη ζωή στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Απέναντι στον πραγματικό κόσμο της συγκεκριμένης εμπειρίας ορθώνει τον κατασκευασμένο κόσμο των λογικών αφαιρέσεων. Η μυθο-λογική του Αλμπέρ Καμύ αντιπαραθέτει εντέλει στο ιστορικό πνεύμα του Χέγκελ το ανιστορικό του Πλάτωνα ο οποίος, σε αντίθεση με την προκρούστεια λογική του Γερμανού φιλοσόφου, «τα περιείχε όλα, το παράλογο, τη λογική και το μύθο». Αντιγράφω, ολοκληρώνοντας την αναφορά μου στο δεύτερο αυτό απόσπασμα από την «Εξορία της Ελένης»:
«Να γιατί είναι ξεδιάντροπο να διακηρύσσουμε σήμερα πως είμαστε παιδιά της Ελλάδας. Γιατί τότε είμαστε τα παιδιά που την πρόδωσαν. Τοποθετώντας την ιστορία στο θρόνο του Θεού, βαδίζουμε προς τη θεοκρατία, σαν κι εκείνους που οι Έλληνες αποκαλούσαν βαρβάρους και τους πολέμησαν μέχρι θανάτου στα νερά της Σαλαμίνας. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε σωστά τη διαφορά μας, πρέπει ν’ απευθυνθούμε σε κείνον το φιλόσοφό μας που είναι ο πραγματικός αντίπαλος του Πλάτωνα. «Μόνο η σύγχρονη πόλη» τολμά να γράψει ο Χέγκελ «προσφέρει στο πνεύμα το πεδίο όπου μπορεί ν’ αποκτήσει συνείδηση της υπόστασής του». Ζούμε έτσι στην εποχή των μεγάλων πόλεων. Σκόπιμα, ο κόσμος ακρωτηριάστηκε απ’ αυτά που συνιστούν τη διάρκειά του: τη φύση, τη θάλασσα, το λόφο, το στοχασμό της νύχτας. Δεν υπάρχει πια συνείδηση παρά στους δρόμους, γιατί δεν υπάρχει ιστορία παρά στους δρόμους, αυτός είναι ο κανόνας. Κι ακολουθώντας τον, τα πιο χαρακτηριστικά έργα μας εκφράζουν την ίδια προκατειλημμένη άποψη. Από την εποχή του Ντοστογιέφσκι ψάχνουμε μάταια για τοπία στη μεγάλη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Η ιστορία δεν ερμηνεύει ούτε το φυσικό σύμπαν που υπήρξε πριν απ’ αυτήν ούτε την ομορφιά που βρίσκεται υπεράνω της. Προτίμησε να τ’ αγνοήσει. Ενώ ο Πλάτωνας τα περιείχε όλα, το παράλογο, τη λογική, και το μύθο, οι φιλόσοφοί μας δεν περιέχουν παρά μονάχα το παράλογο και τη λογική, γιατί έκλεισαν τα μάτια τους στα υπόλοιπα. Ο τυφλοπόντικας συλλογίζεται»[4].
Ο Αλμπέρ Καμύ διακρίνει δύο δρόμους φιλοσοφικής σκέψης, τη σκέψη του τυφλοπόντικα και την ηλιακή σκέψη. Η σκέψη του τυφλοπόντικα είναι αυτή που κλείνει τα μάτια στον πλούτο της ζωής. Κλείνεται πίσω από τα τείχη της λογικής (ενσαρκωμένη στην κατά τον Χέγκελ έλλογη Ιστορία) και γι’ αυτό αρνείται να δει το παράλογο ως αίνιγμα προς διερεύνηση κι απορρίπτει τον μύθο (την τέχνη) ως τρόπο κατανόησης του κόσμου. Αυτή η ακρωτηριασμένη σκέψη, η σκέψη του τυφλοπόντικα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει ούτε το σύμπαν ούτε την ομορφιά, κι αυτό συμβαίνει διότι είναι κλειστή απέναντι στο μυστήριο της φύσης. Η ιστορία δεν ερμηνεύει ούτε το φυσικό σύμπαν ούτε την ομορφιά. Αντίθετα, η ηλιακή σκέψη, η σκέψη δηλαδή που γεννήθηκε στη Μεσόγειο, ελληνική στον πυρήνα της, εξισορροπεί τη φύση (ανιστορικό) με το γίγνεσθαι (ιστορικό)[5].
Ο γερμανικός ιδεαλισμός που οδήγησε με τον Χέγκελ στη θεοποίηση της Ιστορίας πηγάζει από το ρωμαϊκό πνεύμα και στηρίζεται στον κλασικισμό, την ακινησία, τη δυσκαμψία και την τάξη. Αντίθετα, το μεσογειακό πνεύμα, κατά την άποψη του Καμύ, πηγάζει από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και χαρακτηριστικά του είναι η κινητικότητα, η ευλυγισία, η ποικιλία και η ένταση[6].
Η βαθύτερη σύγκρουση ιστορίας και φύσης στη σύγχρονη εποχή αποτελεί, κατά τον Καμύ, συνέπεια της τυραννίας του ορθολογισμού ο οποίος υπονόμευσε τις συγκεκριμένες κοινοτικές μορφές αλληλεγγύης προς όφελος του αφηρημένου αυταρχικού κράτους, στράφηκε ενάντια στη στοχαστική ελευθερία και, περιφρονώντας το μέτρο εξώθησε τα πράγματα στην υπερβολή[7]. Εδώ έγκειται η προδοσία της Ελλάδας, για την οποία μίλησε στο δοκίμιό του «Η εξορία της Ελένης». «Εξορίσαμε την ομορφιά», για τον Καμύ σημαίνει: «περιφρονήσαμε το μέτρο, αποξενωθήκαμε από τη φύση, συρρικνώσαμε τη σκέψη, ακρωτηριάσαμε την ανθρωπιά, στεγνώσαμε την αγάπη».
Η πρόταση του Καμύ, και σ’ αυτό το σημείο η σκέψη του συναντά τον Νίτσε και τον Σεφέρη, συνίσταται στην ενεργοποίηση του μύθου. Ο μύθος, έτσι όπως βρίσκει την έκφραση του στην καλλιτεχνική δημιουργία και τη βιωμένη στο φως του ήλιου εμπειρία, όχι μόνο δεν συγκαλύπτει αλλά φανερώνει την ένταση της τραγικότητας του μεσογειακού ήλιου. Το «αγγελικό και μαύρο, φως», «η σκοτεινή λάμψη», η ενέργεια δηλαδή που εκλύεται από την εκρηκτική συνάντηση του ιστορικού με το ανιστορικό, της Ιστορίας με τη Φύση, του γίγνεσθαι με το Είναι, μεταποιείται με τη διαμεσολάβηση του τραγικού μύθου, έτσι ώστε ο άνθρωπος που έχει βέβαια την εμπειρία του ήλιου να οδηγηθεί στην κατάφαση της ζωής με τις αντινομίες της. Το τραγικό του ελληνικού ήλιου δεν οδηγεί στην απελπισία. Απεναντίας, όπως έδειξαν κι ο Νίτσε με τον στοχασμό του αλλά κι ο Σεφέρης με την ποίησή του κι ο Καμύ με τα δοκίμια και τα μυθιστορήματά του, το τραγικό στο φως του ελληνικού ήλιου είναι «μια δυνατή κλωτσιά στη δυστυχία»[8].
Η άρνηση να αντικρίσουμε τον ήλιο είναι η μήτρα που γέννησε τη μηδενιστική ευρωπαϊκή σκέψη, τη σκέψη του τυφλοπόντικα. Η άρνηση της αλήθειας του ήλιου έκανε αβάσταχτη και την αλήθεια της ζωής και την αλήθεια του θανάτου. Ο Σεφέρης σε δυο δραματικούς στίχους μοναδικής απλότητας εντοπίζει την ουσία του μηδενισμού σ’ αυτήν ακριβώς την αδυναμία, όταν γράφει στην «Κίχλη» του: «Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο./ Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο»[9]. Αντικρίζω τον ήλιο σημαίνει αντικρίζω τον άνθρωπο. Αντικρίζω τον άνθρωπο σημαίνει βλέπω την αλήθεια της ζωής και του θανάτου του στο φως του ήλιου. Στο φως του ήλιου γίνεται η φωτοσύνθεση με την οποία τα φυτά μετατρέπουν το διοξείδιο του άνθρακα και το νερό σε οργανικές ουσίες απαραίτητες για την ανάπτυξη και τη συντήρησή τους. Στο φως του ήλιου ο άνθρωπος βρίσκει την ανθρωπιά του. Βιώνοντας στο φως του ήλιου την ένταση του τραγικού, συμφιλιώνεται με την ανθρώπινη κατάσταση[10] και τότε οι αντίμαχες δυνάμεις της Φύσης και της Ιστορίας, του Είναι και του Γίγνεσθαι, συμφιλιώνονται κι αυτές στο μεγάλο Ναι της κατάφασης του ανθρώπινου πεπρωμένου.
Στο φως του ήλιου εξανθρωπίζεται ο άνθρωπος γιατί μέσα στο φως συντελείται η μεταμόρφωσή του. Στους τελευταίους στίχους της «Κίχλης» του Γιώργου Σεφέρη, στο καταληκτικό μέρος της Γ΄ ενότητας [Το ναυάγιο της «Κίχλης»], όπου γίνεται λόγος για το φως διαβάζουμε (στίχοι 56-74):
«Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα .
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για τα περασμένα, μιλώ για την αγάπη.
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα .
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης .
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως .
και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια»[11]
Η «Κίχλη» του Γιώργου Σεφέρη, γραμμένη στον Πόρο, τον Οκτώβρη του 1946, ένα από τα πιο αινιγματικά ποιήματά του[12], αναδεικνύει την ένταση της τραγικότητας του ελληνικού φωτός. Φεύγοντας από τον Πόρο, Δεκέμβρη του 1946, σημειώνει στο Ημερολόγιό του (Μέρες Ε΄):
«Φεύγω από τον Πόρο, όπως έφευγα το Μάη του ’41 από την Κρήτη –προς το άγνωστο. Τη μεγάλη γαλήνη που αισθανόμουν τώρα τελευταία, τα πρωινά, εδώ, δεν ξέρω αν θα την ξανάβρω. Ίσως να ήταν ένα είδος σφετερισμού.
Φεύγω ακόμη με ορισμένες «ιδέες» για το φως. Είναι το σπουδαιότερο πράγμα που «ανακάλυψα» από τότε που μπήκε το καράβι του γυρισμού στα ελληνικά νερά (Ύδρα, Οχτώβρης ’44). Κάτι από αυτό εκφράζει «Ο Βασιλιάς της Ασίνης», κάτι και η «Κίχλη». Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το εκφράσω ποτέ μου αυτό το βασικό, καθώς αισθάνομαι, αυτό το θεμέλιο της ζωής. Ξέρω πως με το φως πρέπει να ζήσω. Παρακάτω δεν ξέρω. δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Το μόνο που κατάλαβα εδώ είναι ότι κανένα πρόβλημα δε λύεται με το σημειωτό. πρέπει να τραβήξεις εμπρός ή να σπάσεις»[13].
Ο τόσο απρόθυμος να μιλήσει για ιδέες ποιητής, λύνει τη σιωπή του, ωστόσο ομολογεί την αδυναμία του να εκφράσει με ιδέες αυτό που αισθάνεται ως συγκίνηση, όταν αντικρίζει το ελληνικό φως, «αυτό το θεμέλιο της ζωής». Η διττότητά, δηλαδή η εκτυφλωτική λάμψη και η σκοτεινότητά του, συνιστούν την τραγικότητα αυτού του φωτός, που δεν μπορεί να εκφραστεί με ιδέες παρά μόνο με τον τραγικό μύθο. Αυτός ο ποιητής που ποτίστηκε από το φαρμάκι της ιστορίας (Μικρασιατική Καταστροφή, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος Πόλεμος) σημειώνει τον Ιούνιο του 1946 στο ημερολόγιό του, σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά τη αδερφοσφαγή των Δεκεμβριανών (1944):
«Υπάρχει ένα δράμα του αίματος που παίζεται, ανάμεσα στο φως και στη θάλασσα, εδώ τριγύρω μας, και που λίγοι το νιώθουν. Δεν είναι αισθησιασμός . είναι κάτι πολύ βαθύτερο από την τρεχάμενη επιθυμία και από την τόσο επίμονη, έστω, μυρωδιά της γυναίκας που αποζητούν οι φυλακισμένοι. Υπάρχει ένα δράμα του αίματος πολύ πιο βαθύ, πολύ πιο οργανικό (σώμα και ψυχή) που ίσως αρχίζει να βλέπει όποιος νιώσει ότι πίσω από το γκρίζο και το χρυσό υφάδι του αττικού καλοκαιριού υπάρχει ένα τρομαχτικό μαύρο . πως όλοι μας είμαστε παιχνίδια αυτού του μαύρου. Οι ιστορίες που διαβάζουμε για τις οικογένειες των Ατρειδών ή των Λαβδακιδών δείχνουν με κάποιον τρόπο αυτό που αισθάνομαι. Η αττική τραγωδία, υψηλότατη ποιητική εικόνα αυτού του κλειστού κόσμου που ολοένα αγωνίζεται να ζήσει και ν’ ανασάνει στη στενή χρυσή λουρίδα, εν-τω-μεταξύ, χωρίς ελπίδα να σωθεί από τον καταποντισμό. Αυτό κάνει την ανθρωπιά της.
Ἄσκοποι δὲ πλάκες ἔμαρψαν
ἐν ἀφανεῖ τινι μόρῳ
φερόμενον
(Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 1681)
το ίδιο δράμα του αίματος τελειώνει στην Ορέστεια γᾶς ὑπὸ κεῦθος. Και στη χώρα που δεν πεθαίνει του λαϊκού παραμυθιού, οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν αλλά χάνουνται. Αυτό το τέλος δεν είναι συναίσθημα του θανάτου, είναι γνώση της αβύσσου»[14].
«Πίσω από το γκρίζο και το χρυσό υφάδι του αττικού καλοκαιριού υπάρχει ένα τρομαχτικό μαύρο…». Πάλι ο σεφερικός λόγος επαναφέρει στο προσκήνιο το «αγγελικό και μαύρο, φως» της «Κίχλης», πάλι ακούμε σ’ αυτά τα λόγια τον απόηχο της μαρτυρίας του Αλμπέρ Καμύ για το «ασπρόμαυρο φως» και «τη χρυσαφένια δυστυχία». Το ελληνικό φως είναι απειλητικό[15]. «Το φως είναι τέτοιο που σε απορροφά όπως το στουπόχαρτο το μελάνι . απορροφά την προσωπικότητα»[16].
[1] ό.π Καμύ, Η καλή και η ανάποδη, σελ. 13-14.
[2] ό.π Καμύ, Το καλοκαίρι, σελ. 80.
[3] ό.π Καμύ, Το καλοκαίρι, σελ. 83.
[4] ό.π Καμύ, Το καλοκαίρι, σελ. 79-80. Η έντονη γραφή είναι δική μου.
[5] Αλμπέρ Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1971, σελ. 370.
[6] Ελένη Ποταμιάνου – Παλλάντιου, Η μυθο-λογική του Albert Camus, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ. 359.
[7] ό.π Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος, σσ. 368-379.
[8]«Είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια τραγική εποχή. Πολλοί όμως μπερδεύουν το τραγικό με την απελπισία. Το «τραγικό» έλεγε ο Λόρενς «θα ’πρεπε να είναι σαν μια δυνατή κλωτσιά στη δυστυχία», ό.π Καμύ, Το Καλοκαίρι, σελ. 55.
[9] ό.π. Σεφέρης, Ποιήματα, σελ. 227.
[10] Ο όρος ανθρώπινη κατάσταση (condition humaine) υποκαθιστά στην υπαρξιστική φιλοσοφία (στην οποία έχει τη θέση του κι ο Καμύ) τον όρο ανθρώπινη φύση (nature humaine). Ο τελευταίος όρος, σύμφωνα με τη οικουμενική και πανανθρώπινη σημασία που του αποδόθηκε τον 17ο αιώνα από κλασικούς φιλοσόφους, εκλαμβάνει την ανθρώπινη φύση ως αναλλοίωτη και ανεξάρτητη από τον τόπο και τον χρόνο. Αντίθετα, οι υπαρξιστές φιλόσοφοι υιοθετώντας τον όρο ανθρώπινη κατάσταση, θέλουν να δείξουν ότι η ανθρώπινη φύση είναι συνυφασμένη με την έννοια της διαφοράς και της ιδιαιτερότητας κάθε ανθρώπινης κατάστασης. Η ανθρώπινη ύπαρξη για τους υπαρξιστές βρίσκεται σε μια συνεχή αναφορικότητα, πάντοτε σε σχέση με καταστάσεις που προσδιορίζονται από συγκεκριμένους ιστορικοκοινωνικούς παράγοντες, που διαμορφώνουν τη μοναδικότητά της. Βλ. ό.π, Ποταμιάνου – Παλλάντιου, Η μυθο-λογική, σσ. 29-30. Βλ. ακόμη Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση, μτφ. Γ. Λυκιαρδόπουλος – Σ. Ροζάνης, εκδ. Γνώση, 2008.
[11]ό.π Σεφέρης, Ποιήματα, σσ. 228-229.
[12] Ας θυμηθούμε τη δυσφορία των κριτικών σε ό,τι αφορά το νόημα του ποιήματος, η οποία ανάγκασε τον Σεφέρη να γράψει τον Δεκέμβρη του 1949 τη δοκιμή του Μια σκηνοθεσία για την «Κίχλη», όπου υποδυόμενος το πρόσωπο ενός λιγότερο ή περισσότερο επαρκούς αναγνώστη πρότεινε μια σκηνοθεσία ανάγνωσης του ποιήματος, θέλοντας να βοηθήσει τον καλοπροαίρετο αναγνώστη. Βλ. ό.π Σεφέρης, Δοκιμές Β΄, σσ. 30-56.
[13] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ε΄, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1996, σελ. 83.
[14] ό.π, Σεφέρης, Μέρες Ε΄, σελ. 42.
[15] «Αυτό το φως, αυτό το τοπίο, αυτές οι μέρες, αρχίζουν να με απειλούν σοβαρά. Κλείνω τα παραθυρόφυλλα για να μπορέσω να εργαστώ. Ανάγκη να προστατευτώ από την ομορφιά, όπως οι Εγγλέζοι από τη βροχή και οι Βεδουίνοι από το χαμσίνι. Αισθάνεσαι το μυαλό σου ν’ αδειάζει και ν’ αλαφραίνει. το πίνει η μεγάλη μέρα», ό.π. Σεφέρης, Μέρες Ε΄, σελ. 69.
[16] ό.π, Σεφέρης, Μέρες Ε΄, σελ. 57