Βρέθηκε ριγμένη σε έναν κόσμο που δεν τον διάλεξε, όπως άλλωστε και όλοι οι άνθρωποι. «Ερριμμενότητα» (Geworfenheit) ονόμασε ο σκοτεινός φιλόσοφος Χάιντεγκερ αυτή την κατάσταση του να βρίσκεσαι ριγμένος σε έναν κόσμο που δεν διάλεξες και νιώθεις μόνιμα άβολα και ξένος μέσα σε αυτόν. Από το “δος μοι τούτον τον ξένον…” των ψαλμών μέχρι του Στράτου Διονυσίου το «Εγώ ο ξένος…» η εμπειρία της ξενότητας είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη κατάσταση του ριξίματος σε έναν κόσμο χωρίς τη θέλησή μας.
Σε 600 τετραγωνικά περιορίζεται η ζωή της. Πώς βρέθηκε μέσα στο κτήμα κανείς δεν ξέρει. Από το τσαλακωμένο καβούκι της φαίνεται να ήταν χτυπημένη όταν μπήκε μέσα. Είχε και αυτή τα τραύματά της από την παιδική της ηλικία. Όπως, άλλωστε, και κάθε τι ζωντανό σε αυτόν τον κόσμο είτε το ψυχαναλύσεις είτε όχι.
Κάθε άνοιξη πηγαίνει στα κάγκελα της σιδερένιας αυλόπορτας, προσπαθώντας να βγει έξω στον δρόμο. Αν ήταν άνθρωπος, θα λέγαμε ότι αναζητά την ευτυχία της εκεί έξω. Λες και ξέρει ποια είναι η ευτυχία της και πού βρίσκεται… Τόσο σίγουρη δείχνει. Εμείς όμως που βρίσκουμε σπασμένα καβούκια από χτυπημένες χελώνες ξέρουμε ότι αυτή δεν ξέρει τι υπάρχει εκεί έξω στον δρόμο και στα αφιλόξενα χωράφια όπου τοποθετεί τη μοναδική της ευτυχία.
Ξέρουμε, ακόμη, ότι το δαιμόνιο του χελωνίσιου είδους της την κάνει να ταυτίζει τη δική της ατομική ευτυχία με το ζευγάρωμα. Η πανουργία της φύσης –«το δαιμόνιο του είδους: der Genius der Gattung», το ονομάζει ο Σοπενάουερ– είναι αυτή η ψευδαίσθηση που την κάνει να πιστεύει ότι έτσι εξυπηρετεί το ατομικό συμφέρον της, ενώ στην πραγματικότητα είναι αναλώσιμη για χάρη της διαιώνισης του είδους της. Οι άνθρωποι αυτή την ψευδαίσθηση που δημιουργεί η όμορφη φαινομενικότητα τη λένε «έρωτας» και οι ινδουιστές «μάγια».
Και πιστεύει ακόμη τότε ότι μπορεί να είναι για πάντα ευτυχισμένη με έναν και μόνο τρόπο βγαίνοντας εκεί έξω. Κάτι τέτοιο κάνουμε και εμείς οι άνθρωποι. Πάντα η ευτυχία είναι μία και μοναδική και βρίσκεται εκεί έξω, όχι εδώ μέσα.
Μόλις περάσει όμως η εποχή του ζευγαρώματος επιστρέφει, ευτυχώς, στην καθημερινότητά της η Νίτσα –η μικρή χελωνίτσα της αυλής μας στο χωριό– και απολαμβάνει τα δώρα που της προσφέρει αναπάντεχα γλυκά η καθημερινότητα.
Στο τέλος μιας ζεστής μέρας του Ιούνη, μια ζουμερή φέτα νεκταρίνι στις 7 το απόγευμα στη σκιά της φλαμουριάς είναι για τη Νίτσα ευτυχία. Μια ακόμη, λοιπόν, διαφορά μας από τα ζώα είναι ότι εμείς πιστεύουμε ότι ξέρουμε τι θα μας κάνει ευτυχισμένους και μένουμε προσκολλημένοι σε αυτήν την πεποίθησή μας, σε αυτή την κατάσταση της «ελπιδοφόρα ευτυχισμένης δυστυχίας». Η ευτυχία που αναμένουμε είναι πάντοτε μία για μας και βρίσκεται πάντοτε εκεί έξω. Και μόνο αν την αποκτήσουμε, θα νιώσουμε πληρότητα και αυτοπραγμάτωση. Αυτό λέμε. Αυτό ελπίζουμε. Αυτό πιστεύουμε. Και γι’ αυτό είμαστε πρόθυμοι να υποφέρουμε. «Για ένα πουκάμισο αδειανό. Για μιαν Ελένη».
Έτσι όμως, προσκολλημένοι σε αυτή την πεποίθηση, χάνουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε μια ζουμερή φέτα νεκταρίνι που μας προσφέρει εξαίφνης και παρά πάσα προσδοκία η μέρα μας. Η ανθρωπιστική ρομαντική προσκόλληση στο κυνήγι της ευτυχίας, που πρέπει να είναι μονότροπη και η μόνη που μπορεί να μας οδηγήσει στην αυτοπραγμάτωση (αγαπημένη λέξη των φιλοσόφων), ενδέχεται να είναι μία από τις πιο σημαντικές αιτίες της δυστυχίας των ατόμων στον «πολιτισμένο» κόσμο. Η Νίτσα όμως δεν είναι πολιτισμένη. Ούτε καν άτομο. Πόσο μάλλον φιλόσοφος. Είναι άγριο ζώο και με την ερπετοειδή συμπεριφορά της δείχνει: «Καλύτερα να μην αναζητάς καθόλου την ευτυχία, και είναι πολύ πιθανόν να γευτείς μια ζουμερή και γευστική φέτα της μέσα στην ημέρα σου!»
Θερινή φιλοσοφία, Δ.Β, 21-06-2024
Δημοσιεύτηκε Τρίτη 2 Ιουλίου 2024; XanthiNea , Παρατηρητής της Θράκης