“Στον πιο βαθύ μηδενισμό μας, απάντησα ψάχνοντας να βρω μόνον αιτίες να τον ξεπεράσω. Κι όχι βέβαια από αρετή ούτε από σπάνια μεγαλοψυχία, αλλά από ενστικτώδη πίστη στο φως όπου γεννήθηκα κι όπου, εδώ και χιλιετίες, οι άνθρωποι έμαθαν να τιμούν τη ζωή ακόμη και στη δυστυχία της. Ο Αισχύλος κατέχεται συχνά από απελπισία, παρ’ όλα αυτά ακτινοβολεί κι εκπέμπει ζεστασιά. Στο κέντρο του κόσμου του δε βρίσκουμε το ισχνό παράλογο, αλλά το αίνιγμα, ένα νόημα δηλαδή που δύσκολα γίνεται κατανοητό γιατί τυφλώνει με τη λάμψη του”.
Αλμπέρ Καμύ
Το ελληνικό φως είναι τραγικό φως. Το φως αυτό γέννησε την τραγωδία και η τραγωδία με τη σειρά της έφερε αυτό το φως στο θέατρο, του ’δωσε λόγο και το άφησε να μιλά, να τραγουδά και να χορεύει μπροστά στα μάτια των θεατών του πανάρχαιου δράματος. Η τραγικότητα του ελληνικού φωτός έγκειται στη διττή φύση του, απόρροια της αντιφατικότητάς του: τη λαμπρότητα και τη σκοτεινότητά του. Εκτυφλωτικές και οι δύο. Ο Σεφέρης το έδειξε αυτό σε ένα μόνο στίχο στο ποίημά του Κίχλη (1946): «αγγελικό και μαύρο, φως». Ο Νίτσε χρειάστηκε ένα ολόκληρο βιβλίο (Η γέννηση της τραγωδίας) για να το εξηγήσει. Ο Έλληνας ποιητής δείχνει, δεν εξηγεί. Και οι δυο τους όμως, ο ποιητής κι ο στοχαστής, μιλούν για το ελληνικό φως ενεργοποιώντας τον ελληνικό μύθο. Κι εδώ συναντούν τον Αλμπέρ Καμύ.
Η μεσογειακή ευαισθησία του Αλμπέρ Καμύ –απόρροια των βιωμάτων της δύσκολης αλλά ηλιόλουστης νιότης του στην Αλγερία– και η συνακόλουθη ακλόνητη πίστη του στον κόσμο του φωτός, ο θαυμασμός του για τον ελληνικό μύθο και η αξιοποίηση των αρχετυπικών συμβόλων του στη λογοτεχνία του[1], η εύθραυστη υγεία του και το τραγικό (παράλογο) τέλος του (σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα σε ηλικία 47 ετών), όλα αυτά τον φέρνουν και ως συγγραφέα και ως πεπρωμένο κοντά στη σύλληψη της τραγικότητας του ελληνικού φωτός του Γιώργου Σεφέρη. Τα λιγότερο γνωστά δοκίμιά του (Το καλοκαίρι, Οι γάμοι) δίνουν την πιο διαυγή προσωπική μαρτυρία της τραγικότητας του μεσογειακού ήλιου. Αυτό το πρόσεξε ο Ελύτης, ο οποίος χαρακτήρισε τα δοκίμια αυτά του Καμύ ως «την πιο διάφανη και αράγιστη πεζογραφία της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας»[2]. Και με άλλη ευκαιρία ο Έλληνας ποιητής ομολογεί πάλι την κοινή πίστη τους στο φως με τα εξής λόγια: «Ένας που με καταλάβαινε, και με ζήλευε μάλιστα για την ιδιότητά μου του Έλληνα, ήταν ο Char. Μαζί με τον Camus είχανε αποφασίσει, θυμάμαι, να βγάλουνε το περιοδικό Εμπεδοκλής πάνω στην αυστηρή γραμμή της μάχης για το φως και της μεσογειακής αίσθησης, όπως αυτά είχανε κιόλας αρχίσει να ιχνογραφούνται με σπάνια ενάργεια στα ποιήματα του ενός, με διαύγεια διαμαντένια στα δοκίμια του άλλου»[3]. Ας προσεχτούν στα παραπάνω λόγια του Ελύτη ιδιαίτερα οι λέξεις «διάφανη» και «διαύγεια» που αποδίδονται στη λογοτεχνία του Καμύ και τα οποία ξαναφέρνουν στο προσκήνιο το πάγιο ελληνικό αίτημα για διαφάνεια.
Βασική επιδίωξη της ποίησης του Ελύτη η διαφάνεια, όπως ομολογεί σε συνέντευξή του και στα 1982: «Προσωπικά, εάν επεδίωξα κάτι συνειδητά μου – αυτό ήταν η διαφάνεια. Να βλέπει κανείς όλα τα στρώματα, συγκινησιακά, ιστορικά, κοινωνικά, έτσι όπως βγαίνουν το ένα μέσ’ από τ’ άλλο»[4]. «Να βλέπει κανείς όλα τα στρώματα, έτσι όπως βγαίνουν το ένα μέσ’ από τ’ άλλο», αυτό σημαίνει διαφάνεια για τον Έλληνας ποιητή.
Ο Ελύτης αναγνωρίζει τη συγγένειά του με τον Καμύ, γιατί και οι δύο τους συναντιούνται στο φως του μεσογειακού –ελληνικού στην αρχετυπική ουσία του– ήλιου.
«Η τραγικότητα του μεσογειακού ήλιου είναι εντελώς διαφορετική απ’ την τραγικότητα στις χώρες της ομίχλης. Μερικά βράδια πάνω στη θάλασσα στους πρόποδες των βουνών, η νύχτα πέφτει στην τέλεια καμπύλη ενός κολπίσκου και, μέσα απ’ τα σιωπηλά νερά, ανεβαίνει τότε μια πληρότης γεμάτη αγωνία. Σ’ αυτά τα μέρη μπορείς να καταλάβεις πως οι Έλληνες άγγιξαν την απελπισία χάρη στην ομορφιά και στην καταπιεστική της δύναμη. Σ’ αυτή τη χρυσαφένια δυστυχία, η τραγωδία φτάνει στο αποκορύφωμά της»[5].
[La Méditerranée a son tragique solaire qui n’est pas celui des brumes. Certains soirs, sur la mer, au pied des montagnes, la nuit tombe sur la courbe parfaite d’une petite baie et, des eaux silencieuses, monte alors une plénitude angoissée. On peut comprendre en ces lieux que si les Grecs ont touché au désespoir, c’est toujours à travers la beauté, et ce qu’elle a d’oppressant. Dans ce malheur doré, la tragédie culmine].
Έτσι αρχίζει το δοκίμιο του Αλμπέρ Καμύ «Η εξορία της Ελένης» γραμμένο στα 1948. Στις λίγες αυτές σειρές της λυρικής πρόζας του Καμύ θεμελιώνεται αξιωματικά η ηλιακή μεταφυσική του. Αξίωμα πρώτο: Η τραγικότητα του μεσογειακού ήλιου διαφέρει από την τραγικότητα του ήλιου στις χώρες της ομίχλης. Χαρακτηριστικό της πρώτης είναι η διαύγεια. Χαρακτηριστικό της δεύτερης το ομιχλώδες. Διαύγεια σημαίνει προσήλωση στο συγκεκριμένο του κόσμου τούτου, όπως αυτό αποκαλύπτεται στις ξάγρυπνες αισθήσεις ενός σώματος που δεν αρνείται τον γήινο εαυτό του. Αντίθετα η ομιχλώδης τραγικότητα αρέσκεται στις λογικές αφαιρέσεις, στις διανοητικές κατασκευές ενός μυαλού χωρίς σώμα και χωρίς αισθήσεις που ενδιαφέρεται μόνο να δώσει εξηγήσεις για τον κόσμο και να τον υποτάξει στην Ιστορία κι όχι να ζήσει μέσα σ’ αυτόν το μυστήριό του.
Αν το πρώτο αξίωμα ορίζει τη διαφορά της τραγικότητας του μεσογειακού ήλιου από την τραγικότητα στις χώρες της ομίχλης, το δεύτερο αξίωμα της ηλιακής μεταφυσικής του Καμύ εστιάζει στην ταυτότητα αυτής της μεσογειακής – ελληνικής τραγικότητας. Πάλι με εικόνες κι όχι με αφηρημένες έννοιες η τραγικότητα του μεσογειακού ήλιου περιγράφεται ως το βίωμα «μιας πληρότητας γεμάτης αγωνία» κι ως «χρυσαφένια δυστυχία». Η διττή αυτή αντιφατική φύση του ελληνικού φωτός, η λαμπρότητα δηλαδή και η σκοτεινότητά του, αυτό το «αγγελικό και μαύρο, φως», εντυπώνεται στη συγκίνηση ως πληρότητα γεμάτη αγωνία κι ως χρυσαφένια δυστυχία. «Το φως το βλέπεις, δεν το εξηγείς», θα ’λεγε κι ο Σεφέρης σε εκείνους που θα ήθελαν περαιτέρω ανάλυση.
Αυτή η εσωτερική ένταση μεταξύ της εκτυφλωτικής λαμπρότητας και της σκοτεινότητας του μεσογειακού ήλιου διαμορφώνει μια διαφορετική, ελληνική στην ουσία της, αίσθηση του τραγικού. Αυτή η αίσθηση του τραγικού από το ένα μέρος αποκαλύπτει το παράλογο του κόσμου, από το άλλο όμως αυτή τούτη η ιδιαίτερη αίσθηση, καθώς είναι θεμελιωμένη στην πίστη στο φως, δεν αφήνει τον άνθρωπο να βυθιστεί στην απελπισία και τον μηδενισμό. Αυτό το αίσθημα που δεν εκλογικεύεται, αλλά ωστόσο είναι προφανές για όσους έχουν την εμπειρία του μεσογειακού ήλιου, μάς το μεταφέρει ο Αλμπέρ Καμύ ως εκ βαθέων δραματική εξομολόγηση στο παρακάτω απόσπασμα από το δοκίμιό του «Το αίνιγμα», γραμμένο στα 1950:
«Στον πιο βαθύ μηδενισμό μας, απάντησα ψάχνοντας να βρω μόνον αιτίες να τον ξεπεράσω. Κι όχι βέβαια από αρετή ούτε από σπάνια μεγαλοψυχία, αλλά από ενστικτώδη πίστη στο φως όπου γεννήθηκα κι όπου, εδώ και χιλιετίες, οι άνθρωποι έμαθαν να τιμούν τη ζωή ακόμη και στη δυστυχία της. Ο Αισχύλος κατέχεται συχνά από απελπισία, παρ’ όλα αυτά ακτινοβολεί κι εκπέμπει ζεστασιά. Στο κέντρο του κόσμου του δε βρίσκουμε το ισχνό παράλογο, αλλά το αίνιγμα, ένα νόημα δηλαδή που δύσκολα γίνεται κατανοητό γιατί τυφλώνει με τη λάμψη του. Και αντίστοιχα, για τους ανάξιους αλλά πεισματικά πιστούς γιους της Ελλάδας που επιζούν ακόμα σ’ αυτόν το λιπόσαρκο αιώνα, το έγκαυμα της ιστορίας μπορεί να φαίνεται ανυπόφορο, το υποφέρουν όμως τελικά γιατί επιθυμούν να το κατανοήσουν. Στο κέντρο του έργου μας, ακόμα κι αν είναι απαισιόδοξο, αστράφτει ένας ανεξάντλητος ήλιος, ο ίδιος που βροντοφωνάζει σήμερα μέσα απ’ τις πεδιάδες και τους λόφους»[6].
[Au plus noir de notre nihilisme, j’ai cherché seulement des raisons de dépasser ce nihilisme. Et non point d’ailleurs par vertu, ni par une rare élévation de l’âme, mais par fidélité instinctive à une lumière où je suis né et où, depuis des millénaires, les hommes ont appris à saluer la vie jusque dans la souffrance. Eschyle est souvent désespérant ; pourtant, il rayonne et réchauffe. Au centre de son univers, ce n’est pas le maigre non-sens que nous trouvons, mais l’énigme, c’est-à-dire un sens qu’on déchiffre mal parce qu’il éblouit. Et de même, aux fils indignes, mais obstinément fidèles, de la Grèce, qui survivent encore dans ce siècle décharné, la brûlure de notre histoire peut paraître insoutenable, mais ils la soutiennent finalement parce qu’ils veulent la comprendre. Au centre de notre oeuvre, fût-elle noire, rayonne un soleil inépuisable, le même qui crie aujourd’hui à travers la plaine et les collines].
Ενστικτώδης πίστη στο φως, το παράλογο ως αίνιγμα που τυφλώνει με τη λάμψη του, η ζεστασιά και η λάμψη ενός ανεξάντλητου ήλιου… Ο λυρισμός του Καμύ θέλει να μας κάνει να δούμε το φως κι όχι να το εξηγήσουμε. Αν από το παραπάνω απόσπασμα αφαιρέσουμε τη συγκίνηση που μεταδίδει η εμπειρία της ζεστασιάς και της εκτυφλωτικής λάμψης του μεσογειακού ήλιου, τότε αυτό ακούγεται ως ένα παραλήρημα άνευ νοήματος. Κι όμως η δύναμη αυτού του αποσπάσματος βρίσκεται στο νόημα που υπάρχει μέσα σ’ αυτή τη συγκίνηση. Και αυτή η συγκίνηση δεν είναι φαντασίωση αλλά θεμελιώνεται σε βαθιά προσωπική εμπειρία. Σε πρώτο πρόσωπο ο Καμύ καταθέτει τη μαρτυρία του. Πρόκειται για Ομολογία πίστεως στο φως κι όχι για εξήγηση. Έχει και το φως τους πεισματικά πιστούς του.
Στην τραγικότητα του σκληρού ελληνικού φωτός διαφυλάσσεται αφτιασίδωτο το παράλογο του κόσμου ως αίνιγμα προς κατανόηση, ως ένα πάντοτε ανοιχτό ερώτημα που μας αναγκάζει να το ζήσουμε κι όχι να ξεμπερδεύουμε μαζί του με μια απλουστευτική δήθεν απάντηση. Κι όμως, ζώντας το παράλογο του κόσμου μέσα στο φως, δεν απελπιζόμαστε. Πώς συμβαίνει αυτό; Ας αφήσουμε πάλι τις εικόνες της λυρικής πρόζας του Καμύ να μας ταξιδέψουν στο πώς αυτού του ερωτήματος. Ο ήλιος της μεσογειακής γαλλικής Προβηγκίας (Νοτιανατολική Γαλλία) ενεργοποιεί στη μνήμη του το αρχέτυπο της τραγικότητας του ελληνικού ήλιου. Αντιγράφω τις δυο πρώτες παραγράφους από το δοκίμιό του «Το αίνιγμα».:
«Κύματα ήλιου που κατρακυλούν απ’ τα ύψη του ουρανού αναπηδούν απότομα στην εξοχή ολόγυρά μας. Όλα σωπαίνουν μπροστά σ’ αυτό τον πάταγο και κάτω εκεί το Λυμπερόν είναι μονάχα ένας πελώριος όγκος σιωπής που ακούω αδιάκοπα. Αφουγκράζομαι, από μακριά βλέπω κάποιους να τρέχουν προς το μέρος μου, αόρατοι φίλοι με καλούν, η χαρά μου δυναμώνει, η ίδια χαρά εδώ και χρόνια. Ένα ευνοϊκό αίνιγμα με βοηθάει και πάλι να κατανοήσω τα πάντα.
Πού βρίσκεται το παράλογο του κόσμου; Μήπως είναι αυτή η ακτινοβολία ή μήπως η ανάμνηση της απουσίας της; Με τόσο ήλιο στη μνήμη πώς μπόρεσα να στοιχηματίσω στο παράλογο; Μένουν όλοι κατάπληκτοι ολόγυρά μου. Καμιά φορά μένω κατάπληκτος κι εγώ ο ίδιος. Θα μπορούσα ν’ απαντήσω στους άλλους και στον εαυτό μου πως ο ήλιος τελικά με βοηθούσε σ’ αυτό και πως το φως του με την πυκνότητα που έχει στερεοποιεί το σύμπαν και τις μορφές του μεταβάλλοντας το σε λάμψη σκοτεινή. Είναι κάτι που μπορεί να εκφραστεί διαφορετικά, κι αντικρίζοντας τούτο το ασπρόμαυρο φως που υπήρξε πάντα για μένα το φως της αλήθειας, ζητάω να δώσω εξηγήσεις απλά για το παράλογο που γνωρίζω τόσο καλά, ώστε να μη δέχομαι να το συζητάμε χωρίς λεπτομέρειες. Μιλώντας άλλωστε γι’ αυτό, θα ξαναγυρνάμε πάντα στον ήλιο»[7].
[Tombés de la cime du ciel, des flots de soleil rebondissent brutalement sur la campagne autour de nous. Tout se tait devant ce fracas et le Lubéron, là bas, n’est qu’un énorme bloc de silence que j’écoute sans répit. Je tends l’oreille, on court vers moi dans le lointain, des amis invisibles m’appellent, ma joie grandit, la même qu’il y a des années. De nouveau, une énigme heureuse m’aide à tout comprendre.
Où est l’absurdité du monde ? Est-ce ce resplendissement ou le souvenir de son absence? Avec tant de soleil dans la mémoire, comment ai-je pu parier sur le non-sens? On s’en étonne, autour de moi ; je m’en étonne aussi, parfois. Je pourrais répondre, et me répondre, que le soleil justement m’y aidait et que sa lumière, à force d’épaisseur, coagule l’univers et ses formes dans un éblouissement obscur. Mais cela peut se dire autrement et je voudrais, devant cette clarté blanche et noire qui, pour moi, a toujours été celle de la vérité, m’expliquer simplement sur cette absurdité que je connais trop pour supporter qu’on en disserte sans nuances. Parler d’elle, au demeurant, nous mènera de nouveau au soleil].
«Το παράλογο του κόσμου, η σκοτεινή λάμψη, το ασπρόμαυρο φως» του Αλμπέρ Καμύ συναντούν το «αγγελικό και μαύρο, φως» του Γιώργου Σεφέρη. Η εσωτερική ένταση ανάμεσα στη λαμπρότητα και τη σκοτεινότητα που χαρακτηρίζουν την τραγικότητα του ελληνικού φωτός βρίσκουν την έκφρασή τους στη στοχαστική ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και στην «ηλιακή σκέψη» του Αλμπέρ Καμύ.
Το ερώτημα για τη διττή φύση του τραγικού ελληνικού φωτός επανέρχεται. Πού έγκειται η σκοτεινότητά του; Σε τι συνίσταται η λαμπρότητά του; Πού οφείλεται εντέλει η εσωτερική ένταση που χαρακτηρίζει την τραγικότητα του μεσογειακού – ελληνικού ήλιου;
[Απόσπασμα από το βιβλίο: Δημήτρης Βλάχος, Ένα χαστούκι από παπαρούνες/ Μια ποιητική του κόκκινου, εκδ. Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης, Ξάνθη 2012, σσ. 70-82]
[1] Ο Σίσυφος, ο Μινώταυρος, ο Προμηθέας, η Ελένη είναι μερικά αρχετυπικά μυθικά σύμβολα που συναντούμε στο έργο του Καμύ.
[2] ό.π Ελύτης, «Πρώτα – πρώτα η Ποίηση», Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 23.
[3] ό.π Ελύτης, «Το χρονικό μιας δεκαετίας», Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 448.
[4] «Η μοίρα μας βρίσκεται στα χέρια μας», συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στον Γιώργο Πηλιχό δημοσιευμένη στα Νέα (15 Ιουνίου 1982), Οδυσσέας Ελύτης, Συν τοις άλλοις / 37 συνεντεύξεις, εκδ. ύψιλον, 2011, σελ. 247.
[5] Αλμπέρ Καμύ, Το καλοκαίρι, μτφ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ και Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδ. Πατάκη, σελ. 77.
[6] ό.π, Καμύ, Το Καλοκαίρι, σσ. 94-95.
[7] ό.π Καμύ, Το Καλοκαίρι, σσ. 87-88.