Όταν σε προσκαλεί ένα βιβλίο να το διαβάσεις με την ψυχή σου -και τέτοια πρόσκληση σου απευθύνει η νουβέλα του Βασίλη Τσιαμπούση Ο κήπος των ψυχών (βραβείο νουβέλας 2022)– νιώθεις σαν να μπαίνεις σε μία περιπέτεια ίδια με αυτή στην οποία μπήκε και ο συγγραφέας γράφοντάς το. Δεν το διαβάζεις, αλλά το ζεις και δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει η ανάγνωσή του. Είναι σαν να μπαίνεις σε ένα σκοτεινό υπόγειο και δεν ξέρεις αν θα βγεις και πώς θα βγεις από αυτό. Η πόρτα έκλεισε πίσω σου και εξαφανίστηκε κι εσύ βρίσκεσαι στο σκοτάδι. Πρέπει να βρεθεί άλλος δρόμος εξόδου. Έτσι νιώθεις όταν διαβάζεις καλή λογοτεχνία με την ψυχή σου και χωρίς την προστασία της αποδομητικής κριτικής σκέψης.

Μπαίνοντας λοιπόν σ’ αυτήν την αναγνωστική περιπέτεια νιώθω την ανάγκη να επικαλεστώ τα λόγια άλλων ψυχών ως συμπαραστατών οδηγών μου, όπως έκανε άλλωστε και ο Όμηρος επικαλούμενος τη Μούσα στο προοίμιο της Ιλιάδας του. Για να πω την αλήθεια, διαβάζοντας Τον κήπο των ψυχών του Βασίλη Τσιαμπούση, από μόνες τους προσφέρθηκαν αυτές οι ψυχές να με βοηθήσουν να βρω τον δρόμο εξόδου που οδηγεί από το σκοτεινό υπόγειο στον ηλιόλουστο κήπο. Κι έχω την αίσθηση ότι αυτές τις ψυχές – οδηγούς του αναγνώστη τις αφύπνισε ο αφηγηματικός λόγος του συγγραφέα. Συντονίστηκε με τα δικά τους λόγια.

Και η πρώτη φωνή που ακούστηκε μέσα μου διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Βασίλη ήταν η φωνή του Γιώργου Σεφέρη. Αυτή μου έδωσε και το καθοδηγητικό ερμηνευτικό νήμα εξόδου από το υπόγειο στον κήπο:

«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.

Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει

και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της

κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε…»

 

Πράγματι, αυτή είναι η χάρη του αφηγητή Βασίλη Τσιαμπούση: μιλάει απλά, λέει τα ουσιώδη με σαφήνεια χωρίς να φορτώνει την αφήγησή του με περιττά στολίδια και μαλάματα που τρώνε το πρόσωπο της λογοτεχνίας. Που σημαίνει ότι απουσιάζει ο εντυπωσιασμός, ο συναισθηματισμός και ο τόσο συνηθισμένος στη μοντέρνα λογοτεχνία «λυρισμός της φρίκης». Κι έτσι αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη χωρίς να τη θαμπώνει και να την ταράζει.

Το να μιλήσεις απλά είναι χάρισμα και δύσκολη τέχνη. Γιατί το απλό δεν είναι το εύκολο και το απλοϊκό, αλλά είναι αυτό που μένοντας ακλόνητο, ανθίσταται στην αποδομητική ανάλυση και αποτείνεται σιωπηλό στην ψυχή μας. Το απλό στη λογοτεχνική αφήγηση είναι αυτό που μένει όταν θα έχει διαλυθεί το νέφος των ευφυολογημάτων, των καρυκευμένων συναισθημάτων και των εντυπωσιακών ιδεολογικών κατασκευών. Αν φυσικά δεν έχει φαγωθεί το πρόσωπό του απλού και ουσιώδους από όλα αυτά τα μαλάματα της τέχνης. Το απλό είναι πανίσχυρο γιατί είναι αληθινό, όπως είναι η αγάπη και ο θάνατος απλός και αληθινός. Και στο πυρήνα αυτού της νουβέλας του Βασίλη βρίσκονται ο θάνατος και η αγάπη. Και γι’ αυτά μιλάει με λόγια απλά.

Το μαρμάρινο σπίτι στη Δράμα τη βραδιά της παρουσίασης του βιβλίου “Ο κήπος των ψυχών” του Βασίλη Τσιαμπούση (18/09/2022).

Απλά λόγια, μετρημένα λόγια είναι τα λόγια του αφηγητή Βασίλη Τσιαμπούση. Που σημαίνει ότι στο βιβλίο του θα βρούμε την καθημερινή ομιλία των ανθρώπων. Ακόμη και λέξεις, άγνωστες στη Νότια Ελλάδα, αλλά ζωντανές και λειτουργικές στη Μακεδονία και τη Θράκη, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την εγκατάσταση των προσφύγων. Λέξεις τούρκικες ενταγμένες στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας (ματζίρης: τσιγκούνης, ντογάνια: ξεροκέφαλοι, ταμαχιάρης: άπληστος, αυτός που αγαπάει το χρήμα). Ακόμη και ολόκληρες φράσεις και σχεδόν μία παράγραφο της ποντιακής διαλέκτου συναντάμε στην αφήγησή του, μεταγραμμένη στην κοινή νεοελληνική. Μα πώς αλλιώς θα μιλούσε από καρδιάς η πόντια γρια γειτόνισσα του φίλου του διωκόμενου κουμουνιστή και μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, του Κώστα, παρά μόνον ποντιακά: «Άκ’σον, γιάβρουμ, Ιντάν εφτάμε στη ζωήν εμούν πλερώνομ’ ατό ακριβά…» [σελ. 101]. Ακόμη και φράσεις στα βουλγάρικα, μεταφρασμένες στα ελληνικά, που βρίσκουμε στο βιβλίο. Μα η Βουλγάρα Βάλια, δεν ξέρει ελληνικά, μιλάει μόνο βουλγάρικα στον οικιακό βοηθό της, που αυτός στην αρχή δεν τα καταλαβαίνει.

Απλά λόγια, μετρημένα λόγια ακόμη και στη περιγραφή σκηνών φρίκης και οδύνης είναι τα λόγια του Βασίλη Τσιαμπούση σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν στέκεται στη λεπτομερή περιγραφή της φρίκης, του θανάτου και της βίας. Λέει τόσα όσα χρειάζονται για να καταλάβουμε αυτό που έγινε και αυτό που ένιωσε αυτός που το έζησε, είτε αυτό αφορά το σφάξιμο μιας κότας για πρώτη φορά από ένα 15χρονο παιδί είτε τον σχεδόν βιασμό του από μια μεγαλύτερη γυναίκα –τη γυναίκα του αφεντικού-προστάτη του–- προκειμένου αυτή να τεκνοποιήσει. Απουσιάζει στη γλώσσα του Βασίλη Τσιαμπούση αυτή η ηδονική μακροσκελής περιγραφή της φρίκης που κατά κόρον σήμερα χαρακτηρίζει τον κινηματογράφο και το μοντέρνο μυθιστόρημα. Απουσιάζει στις μετρημένες περιγραφές του Βασίλη αυτό που θα αποκαλούσα «λυρισμό της φρίκης». Μετρημένα λόγια, απλά λόγια, χωρίς το αβάσταχτο συναισθηματικό φορτίο τα λόγια του Βασίλη Τσιαμπούση, δεν αφήνουν στο τέλος την πικρή γεύση της οργής και του μίσους στον αναγνώστη. Και σ’ αυτό μας θυμίζει τον συγγραφέα του Νούμερου 31328, Ηλία Βενέζη.

*

Αναφέρθηκα πρώτα στο πώς το λέει και άφησα επίτηδες δεύτερο στη σειρά το τι λέει ο αφηγητής Βασίλης Τσιαμπούσης. Ποια είναι, δηλαδή, η υπόθεση αυτής της νουβέλας. Και λέω «επίτηδες» γιατί οι περισσότεροι νομίζουν ότι το «τι λέμε» έχει μεγαλύτερη αξία από το «πώς το λέμε». Κι όμως στο βιβλίο αυτό τα απλά λόγια του συγγραφέα αποδίδουν την ουσία της υπόθεσης που δεν είναι άλλη από τον θάνατο και την αγάπη, αυτά τα θεμελιώδη απλά της ανθρώπινης ζωής και της ανθρωπιάς μας. Τα πρόσωπα και η πλοκή της αφήγησης είναι μία ακόμη από τις παραλλαγές με τις οποίες εμφανίζονται στην εμπειρία μας ο θάνατος και η αγάπη.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Δράμα την περίοδο από τον Μεσοπόλεμο μέχρι τη δεκαετία του 1990. Που σημαίνει ότι η μυθοπλασία αναπτύσσεται στον ιστορικό καμβά που οριοθετείται και σηματοδοτείται από τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, την εγκατάσταση και τα προβλήματα των προσφύγων, τη βουλγαρική κατοχή 1941-1944, την σφαγή που ακολούθησε από τον βουλγαρικό στρατό μετά την έκρηξη του κινήματος της Δράμας τον Σεπτέμβρη του 1941, την εξόντωση της ελληνοεβραϊκής κοινότητας της Δράμας το 1943, τον εμφύλιο που ακολούθησε και τις συνέπειές του. Πάνω σ’ αυτόν τον ιστορικό καμβά έχουμε κεντρικό πρόσωπο και αφηγητή ένα παιδί που ενηλικιώνεται βίαια μέσα από την εμπειρία της ορφάνιας και του πολέμου. Οι σχέσεις με τους δυο στενούς φίλους του, τον Εβραίο Σάλμο και τον Πόντιο πρόσφυγα Κώστα, με τον Βούλγαρο αξιωματικό, τον Αντόν, που πήρε το ορφανό ως οικιακό βοηθό στο επιταγμένο σπίτι του και συνδέθηκε πατρικά μαζί του, τη γυναίκα του Βούλγαρου τη Βάλια και την αδελφή του, την Κριστίνα. Εκτός από αυτά τα πρόσωπα έχουμε και άλλα που παίζουν τον ρόλο τους στη σωτηρία του δεκατετράχρονου παιδιού και στη διαδικασία ενηλικίωσής του, μετά την απώλεια της μάνας και τη δολοφονία του πατέρα του από Βούλγαρους στρατιώτες: ο γείτονας προστάτης του στην αρχή, ο μπάρμπα Χαράλαμπος και η γυναίκα του η κυρά Ευθυμία, ο βουλγαρογραμμένος φούρναρης Νικηφόρος, που δίνει 30% ποσοστά στον μικρό από την πώληση κουλουριών και μια συμβουλή: «όταν προσπαθείς να επιβιώσεις, μην ντρέπεσαι για τίποτε. Δεν θέλουμε να γίνουμε πλούσιοι, αλλά να μην πεθάνουμε απ’ την πείνα». Ακόμη και ο παιδικός του έρωτας η Θεανώ, στην οποία πρόσφερε ένα κουλούρι όταν ο κόσμος πεινούσε στην κατοχή, έτσι χωρίς πληρωμή και χωρίς αντάλλαγμα άλλο από το αίσθημα που ένιωθε γι’ αυτήν. Το αίσθημα είναι η «πληρωμή» για το κουλούρι.

*

Το βιβλίο αρχίζει με τον θάνατο της μάνας, το βαρύ αίσθημα της ορφάνιας του δεκατετράχρονου γιου αλλά και της αγάπης μάνας και γιου. Αγάπης ακατάλυτης που δεν τελειώνει και δεν πεθαίνει με τον θάνατό της. Γιατί, όπως λέει και ίδια η ετοιμοθάνατη στον διάλογο με τον γιο της, θέλοντας να τον προστατεύσει από το ασήκωτο βάρος της στεναχώριας του: «Οι μανάδες δεν πεθαίνουν ποτέ!»

«Δηλαδή, μαμά, σε λίγες μέρες θα πεθάνεις; είπα, επειδή κι απ’ τις κουβέντες του περίγυρού μας καταλάβαινα ότι η αρρώστια της δεν πήγαινε καλά. Ταραγμένη σήκωσε το δάχτυλό της καταπάνω μου; «Αυτό να μην το ξαναπείς! Οι μανάδες δεν πεθαίνουν ποτέ!» ,[ σελ. 9].

Ακούγεται παράλογο, αλλά η μάνα του είχε δίκιο. Οι μανάδες δεν πεθαίνουν γιατί η αγάπη τους δεν πεθαίνει και προστατεύει τα παιδιά τους. Και τα παιδιά το νιώθουν. Κι όποιος διαβάσει αυτή τη νουβέλα θα βρει την αγάπη της μάνας από την πρώτη έως και την τελευταία σελίδα να παρηγορεί το ορφανό. Ακόμη και στις τελευταίες λέξεις του βιβλίου, πάλι γίνεται αναφορά στη μάνα: «Η μάνα μου, Ελπίδα, ήταν κι εκείνη πολύ όμορφη γυναίκα…σαν εσένα» [σελ. 129].

Κραταιά ως θάνατος αγάπη, λοιπόν. Δυνατή σαν τον θάνατο η αγάπη. Και ο Βασίλης Τσιαμπούσης επιβεβαιώνει αυτή τη βιβλική ρήση με την απλότητα της γραφής του. Άλλωστε, όπως προανέφερα, τα δύο απλά και θεμελιώδη θέματα του θανάτου και της αγάπης διατρέχουν ολόκληρη την αφήγηση. Όλα τα πρόσωπα της νουβέλας συνδέονται μεταξύ τους με τα νήματα του θανάτου και της αγάπης. Και η ιδιότητα της ορφάνιας που χαρακτηρίζει τα κύρια πρόσωπα αυτού του βιβλίου (τον μικρό ήρωα και αφηγητή, τον φίλο του τον Σάλμο, ακόμη και τον Αντόν) τι άλλο μπορεί να είναι από το σημείο επαφής και συνομιλίας του θανάτου με την αγάπη. Αγάπη που γίνεται αισθητή και ως απουσία της μάνας, του πατέρα, του αγαπημένου και της αγαπημένης.

*

Και πώς να μιλήσεις τώρα για τον θάνατο και την ορφάνια που συντελούνται μέσα σε πολέμους και καταστροφές; Κι εδώ ο Βασίλης Τσιαμπούσης με τη μυθοπλασία του πάνω στον καμβά της ιστορίας δίνει τη δική του απάντηση που δεν είναι άλλη από τη σύνθεση μύθου και ιστορίας. Μιλάμε κυριολεκτικά για «μυθιστόρημα». Κι εδώ ακούγεται πάλι η φωνή του ποιητή μας να συγκατανεύει:

«[…] ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας. / Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη /δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή /γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·/στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος.» [Σεφέρης, Τελευταίος Σταθμός]

Η φρίκη του πολέμου, η φρίκη του θανάτου και της ορφάνιας δεν κουβεντιάζεται, είναι αμίλητη και προχωράει. Η ιστορία εξηγεί, αλλά δεν παρηγορεί. Τα επιχειρήματα και τα αντεπιχειρήματα των ιστορικών απευθύνονται στη διάνοια κι όχι στην ψυχή. Η μυθοπλασία όμως, το «παραμύθι» που λέμε, έχει την παρηγορητική δύναμη της παραμυθίας και δρα απευθείας στην ψυχή.

Κι εδώ ο Βασίλης Τσιαμπούσης ως λογοτέχνης και όχι ως ιστορικός δίνει τη δική του απάντηση στη σχέση Ιστορίας και μυθοπλασίας με τη μυθιστορηματική του γραφή. Σαν να μας λέει: «Εγώ σας αφηγούμαι μία ιστορία, ένα παραμύθι, για να το απολαύσετε. Δεν είμαι ιστορικός. Τώρα, εσείς θα αποφασίσετε αν αυτό το παραμύθι θα μπορούσε να είναι μια αληθινή ιστορία.» Γιατί σαν παραμύθι ακούγεται ότι ένας Βούλγαρος αξιωματικός θα φερόταν με πατρική τρυφερότητα και αγάπη σε ένα ορφανό ελληνόπουλο που οι Βούλγαροι σκότωσαν τον πατέρα του και επιτάξανε και το σπίτι του. Αυτή η συμπεριφορά δεν συνάδει με τα δεδομένα εθνικά στερεότυπα για τη γενικευμένη σκληρότητα της βουλγαρικής κατοχής και τις θηριωδίες των Βουλγάρων κατακτητών στη Μακεδονία.

Αυτά τα στερεότυπα, άλλωστε, επαληθεύονται και από τις ιστορικές πηγές, τις μαρτυρίες των επιζώντων και τους ιστορικούς. Ωστόσο, δουλειά της λογοτεχνίας, όπως είχε επισημάνει και ο πατέρας του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες στον Δον Κιχότη του, δεν είναι η ιστορική αλήθεια αλλά η αληθοφάνεια. Το να φαίνεται αληθινό κάτι δεν σημαίνει ότι είναι οπωσδήποτε αληθινό. Ούτε όμως και ότι δεν θα μπορούσε να είναι. Το αληθοφανές του μυθιστορήματος δεν είναι αυτό που εξακριβωμένα συνέβη κατά τους ιστορικούς, αλλά αυτό που θα μπορούσε να συμβεί και ίσως και να συνέβη, αλλά δεν έχει καταγραφεί. Ή πάλι αν έχει καταγραφεί, αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό προσωπικής ιστορίας και σωτηρίας που δεν ενδιαφέρει τη μεγάλη ιστορία, εθνική ή ταξική. Η μεγάλη ιστορία δεν πραγματεύεται τη ζωή των προσώπων αλλά τις συλλογικότητες, ομάδες, κοινωνικές τάξεις, έθνη. Σύμφωνα όμως με τη λογοτεχνία, τίποτε δεν αποκλείει να έχει συμβεί ένα τέτοιο παράδοξο: ένας Βούλγαρος, και μάλιστα εθνικιστής αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού, να έχει αναλάβει οικειοθελώς τον ρόλο του πατέρα για ένα ορφανό ελληνόπουλο και να το διαπαιδαγωγεί με αγάπη και τρυφερότητα.

*

Μίλησα για την απλότητα του αφηγηματικού λόγου του Βασίλη Τσιαμπούση και τα δύο απλά και ουσιώδη θέματα του θανάτου και της αγάπης που αποτελούν και τον πυρήνα αυτού του βιβλίου. Μίλησα, επίσης, για τη σχέση Ιστορίας και μυθοπλασίας στον κήπο των ψυχών. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανθρωπολογία του Βασίλη Τσιαμπούση, αλλά ο χρόνος δεν επαρκεί για μια εκτενή αναφορά σ’ αυτή. Θα περιοριστώ μόνο στην παρατήρηση ότι ο Βασίλης πίσω από το προσωπείο του αφηγητή δείχνει να απορρίπτει τη μανιχαϊκή διάκριση «απόλυτα καλός και απόλυτα κακός άνθρωπος», όπως επίσης και το ότι άνθρωπος είναι αυτό που δείχνει και αυτό που φαίνεται στους άλλους, τους οικείους του και τους ξένους.

Βάζει, λοιπόν, ο Βασίλης τα παρακάτω λόγια στο στόμα του ενήλικου πια αφηγητή της ιστορίας: «Συνειδητοποίησα ότι και οι πιο δικοί μας άνθρωποι, παρά την προσωπική τους αξία και την ψυχολογική μας ανάγκη να τους θαυμάζουμε και να τους συγχωρούμε, δεν είναι κατά βάθος όπως δείχνουν. Δεν είναι, δηλαδή, ούτε ευθύγραμμοι ούτε διάφανοι… Κι απ’ τον κανόνα δεν εξαιρούνταν ούτε η μάνα μου» [σελ. 105-106]. Δεν είναι οι άνθρωποι όπως φαίνονται, αυτό είναι το μάθημα που μας μαθαίνει η καλή λογοτεχνία διαχρονικά. Και τον φωτογράφο πατέρα του ορφανού παιδιού, που όλοι στην πόλη του τον έχουν για άπληστο και ταμαχιάρη, που αγόρασε οικόπεδο και έφτιαξε ολόκληρο σπίτι βγάζοντας και πουλώντας φωτογραφίες γυμνών γυναικών στον Μεσοπόλεμο, και που ο ίδιος αργότερα πληρωνόταν για να βγάζει πλαστές ταυτότητες για Εβραίους στη βουλγαρική κατοχή, αυτός ο ίδιος είναι που σώζει και ζωές Εβραίων χωρίς να εισπράξει αμοιβή από αυτούς που δεν έχουν να τον πληρώσουν. Γι’ αυτό και ο συγγραφέας Βασίλης Τσιαμπούσης του επιτρέπει να τιμηθεί με το μετάλλιο του Δικαίου των Εθνών από το Ισραήλ μετά το θάνατό του. Τι θα έλεγαν γι’ αυτό όσοι τον ήξεραν ή νόμιζαν ότι τον ήξεραν στην πόλη του; Πόσο καλά όμως μπορούμε να ξέρουμε κάποιον; Αυτό είναι το ερώτημα που φέρνει στην επιφάνεια η αφήγηση του Βασίλη Τσιαμπούση.

*

Το βιβλίο αρχίζει με την περιγραφή του υπόγειου του σπιτιού και κλείνει με την έξοδο στον κήπο ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο. Στο υπόγειο, που στέγαζε το φωτογραφικό εργαστήρι του πατέρα, βρήκε καταφύγιο το ορφανό 14χρονο αγόρι μετά τον σκοτωμό του πατέρα και την επίταξη του σπιτιού. Στο υπόγειο, φυλάσσονταν τα αρνητικά των φιλμ με τις φωτογραφίες των Ελλήνων Εβραίων που στάλθηκαν και εξοντώθηκαν στην Τρέμπλινκα. Στο υπόγειο φυλασσόταν ακόμη ό,τι είχε απομείνει από το φωτογραφικό αρχείο του πατέρα. Ανάμεσα σ’ αυτές τις φωτογραφίες ήταν και το άλμπουμ των φωτογραφιών με τις γυμνές γυναίκες που είχε κάποτε ξυπνήσει τη σεξουαλικότητα του 14χρονου αγοριού.

Μέσα στο υπόγειο το παιδί που ενηλικιώθηκε κι έγινε άντρας ακόμη ψηλαφεί τις φωνές της νυχτωμένης μνήμης. Ψηλαφεί τη μνήμη της μάνας, του πατέρα, της γατούλας του της Λίλας που τη δολοφόνησε για πλάκα ένας Βούλγαρος στρατιώτης, τη μνήμη του Αντόν που τον έμαθε σκάκι και του έφερνε φαγητό, τη μνήμη ης Βάλιας. Μέσα στο σκοτεινό υπόγειο βρίσκονται ο φόβος, οι επιθυμίες, οι φαντασιώσεις, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, τα όνειρα και οι εφιάλτες.

Για την ψυχανάλυση το υπόγειο είναι το υποσυνείδητο. Δεν μπορεί να ζήσει όμως κανείς εκεί για πολύ. Πρέπει να βγει στο φως, όπως και ο Οδυσσέας στην ομηρική Νέκυια. Πρέπει να βγει στο φως, γιατί, όπως έλεγε και ο Αντόν: «για να μην τρελαθούμε, πρέπει να κοιτάμε λίγο προς τα πίσω και πολύ προς τα μπροστά…». Πρέπει, δηλαδή, αφού κάποιος κατέβηκε και έζησε μαζί με τους νεκρούς του, να βγει σύντομα στο φως. «Στρέψε γρήγορα τον πόθο σου στο φως», προτρέπει η ψυχή της Αντίκλειας τον γιο της Οδυσσέα που κατέβηκε ζωντανός στον Κάτω Κόσμο. Και ο Βασίλης Τσιαμπούσης, αφού απέδωσε τα οφειλόμενα στον Κάτω Κόσμο, βγάζει τον ήρωά του στο ημερήσιο καλοκαιρινό φως του κήπου. Εκεί οι ψυχές των νεκρών λυτρώνονται και μαζί τους και το ορφανό παιδί που κρύβει μέσα του ο 65χρονος  πια απόμαχος της ζωής. Αυτό το παιδί που έχει τόσο μεγάλη ανάγκη από μια αγκαλιά. Και η αγκαλιά έρχεται, όπως και η λύτρωση, από τη μεριά του φωτός, της ζωής και της ελπίδας.

Δύο νέοι μέσα στον κήπο –το όνομα της κοπέλας είναι Ελπίδα- που αγαπιούνται και ονειρεύονται μια κοινή ζωή, μπορούν να λυτρώσουν στο όνομα της αγάπης τους τις αδικαίωτες ψυχές του σκοτεινού υπόγειου. Και η Ελπίδα αγκαλιάζει το ορφανό παιδί που βλέπει μέσα στα μάτια του 65χρονου. Και ο 65χρονος βλέπει στα μάτια της νεαρής αυτής κοπέλας, της Ελπίδας, τη μάνα του. «Η μάνα μου Ελπίδα, ήταν κι εκείνη πολύ όμορφη γυναίκα…σαν εσένα», της λέει. Και με αυτόν τον τρόπο ο Βασίλης Τσιαμπούσης δείχνει και σε εμάς τον δρόμο εξόδου από το δικό μας σκοτεινό υπόγειο στο φως του δικού μας κήπου.

Στο παραπάνω άρθρο, που δημοσιεύεται σήμερα για πρώτη φορά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, βασίστηκε και το κείμενο της εισήγησής μου κατά τη παρουσίαση της νουβέλας Ο κήπος των ψυχών του Βασίλη Τσιαμπούση στη Δράμα στις 18 Σεπτεμβρίου 2022. Βιντεοσκοπημένη η εισήγηση μου παρακάτω.

Δημήτρης Βλάχος, φιλόλογος – συγγραφέας, τέως σχολικός σύμβουλος φιλολόγων Ροδόπης

Δημοσίευση: Παρατηρητής της Θράκης, Πολιτισμός, 22/08/2024

Βιντεοσκοπημένη ανάγνωση του κειμένου, κλικ εδώ.

Pin It on Pinterest

Share This